Αγαπητέ χρήστη, παρατηρήσαμε οτι έχεις ενεργοποιημένο Ad Blocker.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity

Sound Blaster G3 Review - Σελίδα 2

Η Creative έχει εδώ και χρόνια πια ολόκληρη σειρά από DAC (Digital/Analog Converter) με τη σειρά G να είναι περισσότερο στημένη για gaming, παρότι κανείς δεν εμποδίζει τη χρήση της σε πιο συμβατικά σενάρια.
Το νεότερο μέρος της οικογένειας αυτής είναι το Sound Blaster G3 που είναι, από τη μία, προσιτό και, από την άλλη μπορεί να χρησιμοποιηθεί με όλες τις πλατφόρμες πλην του Xbox. Κοινώς είναι έτοιμο να λειτουργήσει σε PC, Mac, PS4 και Switch. Ο χρήστης μπορεί να το έχει στο μυαλό του ως μικρό ενισχυτή/μίκτη που του επιτρέπει να συνδέσει μικρόφωνο και ακουστικά της επιλογής του στην καθεμιά από τις υποστηριζόμενες πλατφόρμες, μιας και το μικρό σε μέγεθος περιφερειακό έρχεται με ξεχωριστές εισόδους για το καθένα. Αρκεί βέβαια να μιλάμε για ακουστικά και μικρόφωνο που χρησιμοποιούν mini jack. Μοντέλα με ψηφιακές συνδέσεις USB δεν μπορούν να συνδεθούν στο G3. Φυσικά, εφόσον έχουμε έξοδο mini jack, τίποτα δεν μας εμποδίζει να στείλουμε τον ήχο σε ηχεία με ανάλογη είσοδο ή ανάλογο ηχοσύστημα.



Προχωρώντας, το G3 συνδέεται σε κάθε ένα από τα υποστηριζόμενα συστήματα με τον τρόπο του και η Creative φρόντισε να περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα καλώδια στη συσκευασία. Η συσκευή έχει ενσωματωμένο καλώδιο USB-C. Οπότε σε PC και Mac με ανάλογες εισόδους, μπορεί να συνδέεται ως έχει. Στο Switch είναι απαραίτητη η σύνδεση σε θύρα USB-A, άρα σε κάποια από εκείνες που βρίσκουμε στο dock. Για αυτόν ακριβώς το λόγο -αλλά και για να καλυφθούν κάτοχοι PC/Mac που δεν έχουν πρόχειρες θύρες USB-C κι ούτε έχουν ήδη κάποιον προσαρμογέα στη συλλογή τους- περιλαμβάνεται στη συσκευασία λιλιπούτειος προσαρμογέας για μετατροπή από USB-C σε USB-A. Τυπικά, δεν εμποδίζει κανείς το χρήστη να συνδέσει το DAC στη μία και μόνο ανά πάσα στιγμή διαθέσιμη θύρα USB-C που έχει το σύστημα της Nintendo, αλλά κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η κονσόλα πρέπει να είναι εκτός dock και εκτός τροφοδοσίας (ή στο dock αλλά εκτός τροφοδοσίας) και πως ο παίκτης έχει  να διαχειριστεί ένα κρεμάμενο από κάπου DAC καθώς «κραδαίνει» ένα Switch στα χέρια. Είναι αυτονόητο ότι η όλη ιδέα έχει πρακτική αξία με την κονσόλα σε dock πάντα. Ειδική περίπτωση, από άποψη συνδεσμολογίας, είναι το PS4, αφού το DAC «περιμένει» να παραλάβει ήχο από οπτική ίνα. Το θετικό, βέβαια, είναι πως η συσκευασία του περιλαμβάνει και το απαραίτητο καλώδιο, οπότε κανείς δεν θα αναγκαστεί να ψάχνει ένα καλώδιο που σπάνια έχει πλέον χρησιμότητα σε εύρος περιπτώσεων. Και πάλι απαιτείται σύνδεση σε θύρα USB πάντως, για τροφοδοσία της συσκευής.



Σε κάθε σύστημα αυτά είναι τα αναμενόμενα σενάρια ως προς τη συνδεσμολογία. Δεν είναι όμως τα μοναδικά. Σε όλες τις περιπτώσεις το DAC μπορεί να τραβά ρεύμα από φορτιστή ή άλλη θύρα USB, αλλά να δέχεται ήχο από καλώδιο με mini jack. Βλέπεται, η είσοδος της οπτικής είναι μικτή. Δέχεται οπτική ίνα αλλά και mini jack. Η λύση αυτή είναι μονόδρομος σε PS4 Slim χωρίς οπτική ίνα για παράδειγμα, ενώ είναι μια εναλλακτική και στην περίπτωση του Switch αν υποθέσουμε ότι, για κάποιο λόγο, είναι πιασμένες όλες οι διαθέσιμες θύρες και δεν μπορεί να θυσιαστεί κάτι για να δημιουργηθεί άνοιγμα, αλλά υπάρχει αναλογική έξοδος ήχου. Κι υπάρχει και ένα σενάριο ακόμη. Αν η οθόνη στην οποία καταλήγει η όποια εικόνα έχει έξοδο ήχου για να διαθέτει εκείνον που λαμβάνει από τη συσκευή με την οποία είναι συνδεδεμένη, με passthrough μπορεί να περάσει η ίδια ήχο σε είσοδο του G3. Έτσι, μάλιστα, έχουμε έναν τρόπο να κρατάμε σε ένα μέρος το DAC, αντί να το πηγαίνουμε από το ένα σύστημα στο άλλο όταν έχουμε παραπάνω από ένα. Και, τεχνικώς, αυτός είναι και τρόπος να χρησιμοποιηθεί κάπως με Xbox One, αφού το λογισμικό της κονσόλας δεν παρέχει υποστήριξη ώστε να πιάσει τόπο η απευθείας σύνδεση με USB, παρά μόνο για να δώσει ρεύμα. Δεν είναι και ο μόνος μάλιστα, αφού δοκιμή έγινε και με οπτική ίνα. Το δοκιμάσαμε γενικά αλλά και ειδικά σε Xbox One και όλα λειτούργησαν κανονικά, εκτός, φυσικά, από το voice chat. Ακόμη και το Dolby Atmos για ακουστικά λειτουργεί σωστά. Οπότε μας κάνει μια κάποια εντύπωση που ενώ σε άλλα DAC της η Creative αναφέρεται ότι υποστηρίζεται η κονσόλα της Microsoft και με τον ίδιο ακριβώς περιορισμό μάλιστα, εδώ δεν επικοινωνείται κάτι τέτοιο. Και δεν είναι ότι υποστηρίζεται κάπως αλλιώς, μιας και το ακριβότερό της gaming DAC, το Sound BlasterX G6 λειτουργεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο σε Xbox One (αλλά και στις άλλες κονσόλες). Οπότε η διαφορά είναι πως στα υποστηριζόμενα λειτουργικά υπάρχει δυνατότητα να παραλάβει ήχο από τη θύρα USB απευθείας το DAC, αντί να χρειαστεί ξεχωριστό καλώδιο.



Το ίδιο το DAC έχει δυο κομμάτια καουτσούκ στο κάτω μέρος, ένα σε κάθε μια από τις μικρότερες πλευρές του, για να κάθεται με μια κάποια σταθερότητα στην όποια επιφάνεια καταλήξει. Προφανώς κάτι τέτοιο είναι περισσότερο χρήσιμο σε PC/Mac ή σε οποιοδήποτε στήσιμο με κονσόλα που βασίζεται σε monitor, μιας και η χρήση monitor εξασφαλίζει μια εγγύτητα του παίκτη από αυτό ώστε να έχει νόημα να ρυθμίζει οτιδήποτε χρησιμοποιώντας τους διακόπτες και τις ροδέλες του DAC. Ουσιαστικά η κάθε πλευρά έχει τη… θεματική της, αφού στη μια βρίσκουμε ρυθμίσεις που σχετίζονται με το μικρόφωνο, άρα την είσοδο ήχου, και από την άλλη όλα έχουν να κάνουν με την έξοδο του ήχου, είτε τελικά αυτός πηγαίνει σε ακουστικά είτε οπουδήποτε αλλού. Ξεκινάμε με το πρώτο σετ, λοιπόν, δηλαδή μια ροδέλα κι έναν διακόπτη. Ο διακόπτης ουσιαστικά είναι εκεί για σίγαση ή ενεργοποίηση του μικροφώνου, κάτι που δεν απαιτεί ιδιαίτερη εξήγηση. Η ροδέλα ρυθμίζει την ένταση του ήχου από το μικρόφωνο και μόνο αυτήν συγκεκριμένα. Από την άλλη μεριά έχουμε ακριβώς τις ίδιες μηχανικές επιλογές, ένα διακόπτη μια ακόμη ροδέλα. Το τι κάνει ακριβώς η ροδέλα, όμως, εξαρτάται από τη θέση του διακόπτη. Με το διακόπτη στη θέση Vol, η ροδέλα ελέγχει την ένταση του ήχου που φτάνει στα αυτιά του παίκτη. Με το διακόπτη στη θέση Mixing όμως, η ροδέλα αλλάζει την ισορροπία μεταξύ ήχου του παιχνιδιού και έντασης του game chat, ανάλογα με την περίπτωση και το τι θέλει να ακούγεται περισσότερο ή λιγότερο ο παίκτης. Μένει, στην πάνω πλευρά του G3, ένα πλήκτρο με φωτιζόμενο δακτύλιο. Με το πλήκτρο αυτό ενεργοποιείται το λεγόμενο Footsteps Enhancer Mode. Η περιγραφική ονομασία του mode αυτού είναι απόλυτα ακριβής και ουδεμία σχέση δεν έχει με βελτίωση του ήχου με τα τυπικά ποιοτικά κριτήρια, κάτι που θα περιμέναμε σε άλλα DAC που δεν είναι σχεδιασμένα με το gaming κατά νου. Ουσιαστικά «πνίγει» τις χαμηλές συχνότητες, προωθεί σε διαφορετικό βαθμό μεσαίες και υψηλές. Το σκεπτικό είναι πως ο γδούπος του βηματισμού ενός αντιπάλου τείνει να κινείται χαμηλά σε συχνότητα και μπλέκεται ευκολότερα με το ηχητικό υπόβαθρο. Με το συγκεκριμένο mode η ηχητική ισορροπία είναι… εκτός τόπου και χρόνου (για τα δεδομένα του ήχου γενικότερα) καθαρά με στόχο να ακούγεται από πιο μακριά και πιο καθαρά, παρότι με έκδηλη παραμόρφωση, ο βηματισμός άλλου παίκτη. Η λογική είναι απλή: να αντιληφθεί ο παίκτης όσο πιο γρήγορα γίνεται αν πλησιάζει κάποια απειλή και να προετοιμαστεί καταλλήλως. Συνεπώς το mode αυτό δεν προσφέρεται γενικά κι αόριστα για κάθε είδος παιχνιδιού, είναι δηλαδή σχεδιασμένο να προσφέρει πολύ συγκεκριμένη διευκόλυνση σε πιο ανταγωνιστικούς παίκτες και σε αρκετά συγκεκριμένα είδη. Δεν είναι δηλαδή για «χόρταση». Δεν το λέμε για κακό, όσο για να είναι ξεκάθαρος ο ρόλος αυτής της λειτουργίας. Είναι σχεδιασμένη για να βελτιώνει τα περιθώρια αντίδρασης του παίκτη σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όχι για να καταπιάνεται, με οποιονδήποτε τρόπο, με την ποιότητα του ήχου.



Επιστροφή στις ροδέλες όμως και στην έλλειψη ενίσχυσης. Ακριβώς λόγω της τελευταίας, κάθε αλλαγή έντασης με τη μια ή την άλλη ροδέλα δεν αλλάζει απλά τη ρύθμιση στο DAC αλλά ελέγχει απευθείας τη ρύθμιση έντασης του συστήματος στο οποίο έχουμε συνδέσει το DAC, είτε πρόκειται για υπολογιστή, είτε για κονσόλα. Αν κατευθυνθείτε στις ανάλογες ρυθμίσεις του εκάστοτε συστήματος και γυρίσετε τις ροδέλες στο DAC, θα δείτε να αλλάζουν οι στάθμες μπροστά στα μάτια σας. Ακριβώς για αυτό οι ροδέλες δεν σταματούν κάπου την κίνησή τους, μπορούν να γυρίζουν για πάντα προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Άλλωστε πού θα σταματούσαν από τη στιγμή που ελέγχουν διαφορετικό σύστημα με άλλο ανώτατο και κατώτατο όριο έντασης και άλλα «βήματα» προσαρμογής της; Καλά όλα αυτά αλλά, στην πραγματικότητα, δεν χρειάζεται καν να αγγίξει κανείς οποιοδήποτε διακόπτη, πλήκτρο ή ροδέλα. Άλλωστε, σε άλλα σενάρια χρήσης μπορεί να μην είναι καν εφικτό κάτι τέτοιο. Είναι αρκετά εύκολο να βρει κανείς μακριά καλώδια ήχου, αυτό δεν αλλάζει ότι το καλώδιο USB-C του DAC δεν είναι κοντό και πως οι προεκτάσεις, σε τέτοιες συνδέσεις, δεν είναι πάντα καλή ιδέα. Οπότε μπορεί κάλλιστα να μην γίνεται να χρησιμοποιήσει αυτά τα χειριστήρια ο παίκτης, όσο και να θέλει, αν δεν του το επιτρέπει το στήσιμό του.
Και για να πούμε και την απλή αλήθεια, η διαχείριση μέσω λογισμικού θα αποδειχθεί πρακτικότερη οδός. Υπάρχει φυσικά λογισμικό για PC και Mac. Με την εφαρμογή Sound Blaster Command ο χρήστης μπορεί να ρυθμίσει τα πάντα στο G3, περισσότερα από όσα θα γινόταν αν βασιζόταν στα χειριστήρια που ενσωματώνει η ίδια η συσκευή. Για παράδειγμα, περιλαμβάνει και equaliser, οπότε, με τον κατάλληλο πειραματισμό μπορεί να φέρει το ήχο στα μέτρα του. Όχι μόνο αυτό αλλά να φτιάξει ξεχωριστές ρυθμίσεις EQ για διαφορετικά παιχνίδια, να τις ονομάσει όπως τον βολεύει και να ενεργοποιεί την αντίστοιχη κάθε φορά. Εκτός αυτού η εφαρμογή επιτρέπει και την εφαρμογή διαφορετικών ισορροπιών που διαθέτει η ίδια η Creative, για άλλες χρήσεις, όπως παρακολούθηση ταινιών, μουσικής γενικά, συγκεκριμένων ειδών μουσικής κ.ά. Και μπορούμε να έχουμε ξεχωριστά setups για ακρόαση από ακουστικά και ακρόαση από ηχεία. Έτσι ουσιαστικά ο χρήστης προγραμματίζει και το ένα και μοναδικό πλήκτρο που έχει το G3, από το οποίο δεν μπορεί να αλλάξει τέτοιες ρυθμίσεις έτσι κι αλλιώς. Αν λοιπόν είναι άχρηστο το Footstep Enhancement Mode για κάποιον, εναλλακτικές υπάρχουν.



Πάμε ένα βήμα παραπέρα όμως διότι, τελικά, ούτε το συγκεκριμένο λογισμικό έχει ιδιαίτερο νόημα. Δεν μας άρεσε και πολύ που απαιτούσε οπωσδήποτε επανεκκίνηση μετά την εγκατάσταση για να λειτουργήσει. Πώς να μην απαιτεί από τη στιγμή που, σε macOS τουλάχιστον, επιχειρεί να εγκαταστήσει system extensions που, στην τελευταία έκδοση του λειτουργικού αυτές οι επεκτάσεις μπλοκάρονται αυτόματα -για λόγους ασφαλείας- και απαιτείται συγκεκριμένη διαδικασία, όχι ιδιαίτερα πολύπλοκη αλλά περίεργη για τον απίδευτο ή το μέσο χρήστη, για να μπορέσουν να περαστούν οι απαιτούμενες επεκτάσεις. Θα πει κανείς πως ίσως να μη γινόταν αλλιώς. Ειδικά στην περίπτωση του macOS είναι σίγουρο ότι γινόταν αλλιώς, μιας και ο γράφων χρησιμοποιεί συστηματικά λογισμικό με δυνατότητα για πολυπλοκότερη διαχείριση κάθε πηγής ήχου και το λογισμικό αυτό δεν βασίζεται σε επεκτάσεις συστήματος. Επιπλέον, το macOS έχει λύσεις για τέτοιες περιπτώσεις, που ωστόσο πρέπει να εφαρμόσουν οι developers μιας εφαρμογής. Προφανώς η απαραίτητη δουλειά δεν έχει γίνει ακόμη, δεν αξιοποιείται το νεότερο τεχνικό «καθεστώς» κι έτσι ο χρήστης χρειάζεται να μπλέξει λίγο παραπάνω στην εγκατάσταση. Στα Windows, που δεν είναι σε περίοδο τέτοιων αλλαγών, οπότε το καθεστώς είναι το γνωστό, δεν υπάρχει χώρος για ανάλογο παράπονο η αλήθεια είναι. Ευτυχώς, λοιπόν, που υπάρχει εφαρμογή για iOS και Android με τις ίδιες λειτουργίες και, παραδόξως, ιδιαίτερα φιλικό UI. Σε άλλες περιπτώσεις δεν θα βλέπαμε τόσο θετικά τη χρήση μια τέτοιας εφαρμογής (γιατί ξέρουμε τι μας περιμένει συνήθως και ιδιαίτερα καλό δεν είναι) αλλά στην προκειμένη βολεύει σε κάθε σενάριο χρήσης. Το G3, λοιπόν, έχει υποστήριξη για Bluetooth. Οπότε μπορεί να επικοινωνεί απευθείας με την εφαρμογή για smartphone από αποστάσεις που ειδάλλως θα δημιουργούσαν πρόβλημα διαχείρισης. Η μοναδική απώλεια που (μπορεί να) είναι άξια αναφοράς είναι η δυνατότητα εγγραφής ήχου, κάτι που παρέχεται στην έκδοση της εφαρμογής για PC και Mac.



Πριν κλείσουμε, να επισημάνουμε μερικά «τερτίπια» ανά πλατφόρμα και συνδεσμολογία. Όταν διοχετεύεται ήχος στο G3 μέσω αναλογικού καλωδίου ήχου, όταν ανάβουμε ή σβήνουμε ένα μηχάνημα, δεν υπάρχει καμιά καθυστέρηση στο «συντονισμό» με το DAC που, ουσιαστικά, κάνει τα «δικά» του λειτουργώντας ανεξάρτητα. Με μεταφορά ήχου από USB, σε PC και Mac, η απόκριση είναι επίσης άμεση, με το σύστημα να «θυμάται» χωρίς την παρέμβαση λογισμικού της Creative, τις ρυθμίσεις εισόδου/εξόδου από την τελευταία σύνδεση και το χρήστη να μπορεί να τις πειράξει όπως θέλει έτσι κι αλλιώς, με το ίδιο σκεπτικό που θα το έκανε με άλλες συσκευές ήχου. Ειδικά σε Switch, όμως, όταν ανοίγουμε την κονσόλα το DAC καθυστερεί να «πάρει μπρος» οπότε πρέπει να περιμένουμε για λίγα δευτερόλεπτα. Επίσης, όταν τελικά τα καταφέρνει, ξεκινά στην υψηλότερη ένταση και ένα με δύο δευτερόλεπτα αργότερα προσαρμόζεται στη μειωμένη που μπορεί να είχαμε χρησιμοποιήσει την τελευταία φορά. Τη θυμάται μεν, αλλά θέλει λίγο για να συνεργαστεί σωστά η μια μεριά με την άλλη. Αν ξεχαστείτε, στην επόμενη εκκίνηση του Switch με τα ακουστικά στα αυτιά και τη σκέψη αλλού, σας περιμένει σύντομη μα ηχηρή έκπληξη. Επιπλέον, δεν υποστηρίζεται GameVoice Mix, για αλλαγή ισορροπίας μεταξύ chat και game audio, κάτι που επίσης θεωρούμε ότι είναι πρώτα θέμα της Nintendo και μετά της Creative. Σε PS4, όπως και σε PC/Mac, ο ήχος δεν γυρνά αυτόματα στο DAC αλλά χρειάζεται παρέμβαση του χρήστη ώστε να ξέρει η κονσόλα ότι πρέπει να περνά τον ήχο από οπτική, όχι από HDMI, ενώ απαιτείται το audio format που θα διαλέξουμε στις ρυθμίσεις του συστήματος να είναι PCM. Οι απαραίτητες ρυθμίσεις στο PS4 είναι μακράν οι λιγότερο φιλικές προς το χρήστη αφού απαιτούν παρεμβάσεις του χρήστη σε δυο διαφορετικές κατηγορίες της εφαρμογής Settings, την ώρα που στα Windows όλα γίνονται σε διαφορετικές καρτέλες του ίδιου παραθύρου και στο ίδιο σημείο στα Settings, στο Switch… δεν χρειάζεται να πειράξει κανείς τίποτα (ούτε οδηγίες δεν έχει το εγχειρίδιο της Creative για την περίπτωση του Switch) και σε Mac δεν χρειάζεται καν βουτιά σε System Preferences, αφού όλα τα απαραίτητα γίνονται από ένα εικονίδιο στο Menu Bar.



Αυτές οι ιδιοτροπίες σε κάθε πλατφόρμα προφανώς και δεν είναι θέμα της Creative, αλλά προκύπτουν από την ιδιοσυγκρασία του κάθε λειτουργικού συστήματος, τόσο από άποψη τεχνικού υποβάθρου όσο και από άποψη UI. Η δική της ευθύνη περιορίζεται στις εφαρμογές που ανέπτυξε η ίδια, στις οποίες και αναφερθήκαμε προηγουμένως. Σε όλα αυτά τα περίεργα, λοιπόν, επιβάλλεται να προσθέσουμε και το γεγονός ότι το Sound Blaster G3 της Creative είναι το δεύτερο πιο προσιτό gaming DAC της εταιρείας, αλλά είναι μόλις το δεύτερο, πλην του υπερδιπλάσιας τιμής G6 που υποστηρίζει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όλες τις τρέχουσες κονσόλες, παρότι, επισήμως, το Xbox One μένει εκτός. Υποψιαζόμαστε ότι η Creative κρατά αυτήν την επικοινωνιακή στάση διότι χρησιμοποιώντας την αναλογική σύνδεση, ο χρήστης δεν μπορεί να χρησιμοποιεήσει μικρόφωνο για chat και θεωρεί ότι αυτή η έλλειψη είναι αρκετή ώστε να αποφύγει να μιλήσει για περισσότερα συστήματα. Ταυτόχρονα, στην περίπτωση του G6, αυτός ο κατά περίπτωση περιορισμός δεν την εμποδίζει καθόλου και δηλώνει ξεκάθαρα πως υποστηρίζονται, σε διαφορετικό βαθμό, τα πάντα. Αλλαγή πολιτικής; Ίσως. Το σημαντικό είναι πως, σε κάποιο βαθμό, το G3 μπορεί να φανεί χρήσιμο σε όποιο σύστημα και να βρεθεί συνδεδεμένο. Ταυτόχρονα, αν όντως πρόκειται για αλλαγή επικοινωνιακής πολιτικής, δεν βγάζει νόημα να εφαρμόζεται σε ένα μόνο προϊόν της σειράς από gaming DAC της Creative. Έτσι ο κόσμος περισσότερο μπερδεύεται παρά βγάζει άκρη.



Συνολικά, πάντως, το Sound Blaster G3 είναι ό,τι πρέπει για εκείνον που ψάχνει μια λύση που να προσφέρει τις ίδιες λειτουργίες (σχεδόν) σε όλα τα συστήματα που μπορεί να έχει στην κατοχή του, με την πλειοψηφία των σεναρίων να στηρίζεται στην αξιοποίηση του πρωτοκόλλου USB Audio που απλοποιεί τη σύνδεση και τη χρήση χάρη σε αυτοματισμούς. Η δυνατότητα που έχει ο χρήστης να πειράξει τον ήχο όπως θέλει, να ετοιμάσει και να αποθηκεύσεις ξεχωριστές ρυθμίσεις για διαφορετικούς τίτλους κ.λπ. μπορεί να καλύψει μεγάλη μερίδα αναγκών. Λείπουν πιο προηγμένα χαρακτηριστικά, όπως υποστήριξη ήχου υψηλότερης ανάλυσης, πολυκάναλου ήχου (το λέμε και κέρδος αυτό βασικά δεδομένου ότι είμαστε στην εποχή των DTS X και Dolby Atmos), ωστόσο αν ζητούσαμε ένα πράγμα παραπάνω από την Creative για το συγκεκριμένο μοντέλο, θα ήταν μια είσοδος USB για να μπορούμε να χρησιμοποιούμε μικρόφωνα και ακουστικά/headsets που συνδέονται με USB αντί με jack. Ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι θα κατέληγε λίγο ακριβότερο το τελικό προϊόν. Είναι μια προσθήκη που θα ταίριαζε στην εποχή και δεν προσφέρεται σε άλλο μέλος της ίδιας οικογένειας προϊόντος. Κι αν αυτό δεν βολεύει επειδή δεν θα χωρούσαν οι αναλογικές θύρες ή οτιδήποτε άλλο, μια ακόμη εναλλακτική (ίσως και πιο εύκολη προσθήκη) θα ήταν η δυνατότητα σύνδεσης με Bluetooth headset. Το G3 έχει ήδη Bluetooth για να επικοινωνεί με την εφαρμογή Sound Blaster Command, οπότε… πόσο μακριά να είμαστε από τον επόμενο λογικό στόχο;



Οι σκέψεις μπορεί να είναι πολλές, το Sound Blaster G3 παραμένει, όπως και να ‘χει, μια καλή πρόταση σε DAC που δεν τινάζει την μπάνκα στον αέρα, υποστηρίζει USB Audio, αφήνει το χρήστη να πειράξει τον ήχο του ανάλογα με το κέφι και το θέμα, υποστηρίζει πλήρως όλες τις πλατφόρμες πλην μίας, αφήνει περιθώρια για επιπλέον αλχημείες για να πιάνει τόπο και σε όλες τις άλλες. Λίγο άχαρη είναι η κατάσταση με το λογισμικό για υπολογιστές, καθόλου άχαρη δεν είναι σε iOS και Android και τα υπόλοιπά μας παράπονα δεν είναι καν για θέματα που εξαρτώνται από την Creative. Καλύτερα για την ίδια. 

8

ENTERNITY SCORE
ΒΑΘΜΟΛΟΓΗΣΕ ΤΟ
ΘΕΤΙΚΑ
  • Όλα τα «κομφόρ» στη συσκευασία
  • Ευρεία υποστήριξη μέσω USB Audio
  • EQ με δυνατότητα αποθήκευσης ρυθμίσεων
ΑΡΝΗΤΙΚΑ
  • Το Footsteps Enhancement Mode τζάμπα διαφημίζεται από τη στιγμή που υπάρχει EQ
  • Θα ήταν ακόμη πιο χρήσιμο με USB Audio input
*