Κατά την περίοδο αυτή, πολλοί ασχολούνταν με διάφορες δραστηριότητες, όπως η προσευχή, η ανάγνωση, η συγγραφή, η φροντίδα των ζώων ή ακόμη και η σεξουαλική επαφή με το σύντροφό τους, χρησιμοποιώντας τις ώρες αυτές οικειοθελώς και ουσιαστικά ως μια ήσυχη διακοπή. Ακόμα κι η λογοτεχνία από την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη αναφέρει την "ώρα που τερματίζει τον πρώτο ύπνο", καταδεικνύοντας πως η διπλή αυτή φάση ύπνου ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο και φυσιολογικό.
Η εξαφάνιση αυτής της διπλής μορφής ύπνου συνέβη μέσα στους τελευταίους δύο αιώνες και είναι άμεσα συνδεδεμένη με την κοινωνική και τεχνολογική εξέλιξη. Η εμφάνιση του φωτισμού, αρχικά με λαμπτήρες πετρελαίου, στη συνέχεια με το αέριο και τελικά με το ηλεκτρικό φωτισμό, άλλαξε δραστικά τον τρόπο που οι άνθρωποι διαχειρίζονται το χρόνο τους. Το φως επέτρεψε στους ανθρώπους να μένουν ξύπνιοι για περισσότερες ώρες μετά το σκοτάδι, καθυστερώντας την ώρα που πήγαιναν για ύπνο και μειώνοντας την ανάγκη για το παραδοσιακό "διπλό" ύπνο.
Επιπλέον, η βιολογία μας προσαρμόστηκε σε αυτό το νέο περιβάλλον. Ο φωτισμός και η έκθεση σε φως, ακόμη και σε εσωτερικούς χώρους, αναστέλλει την παραγωγή μελατονίνης, ουσίας που ρυθμίζει τον ύπνο και το ξύπνημα, και η συνεχιζόμενη έκθεση σε φωτεινές πηγές το βράδυ καθυστερεί τον χρόνο έναρξης του ύπνου. Η βιολογία μάς επίσης επηρεάζεται από τις εποχικές αλλαγές, καθώς η διάρκεια και η ποιότητα του φωτός επηρεάζουν το εσωτερικό ρολόι του σώματός μας. Στο βόρειο ημισφαίριο, ιδιαίτερα κατά τους χειμερινούς μήνες, το μειωμένο φυσικό φως και η καθυστερημένη ανατολή του ήλιου δυσκολεύουν το σώμα μας να ρυθμίσει σωστά τον κύκλο ύπνου-αφύπνισης.
Πειράματα και έρευνες σε απομονωμένους υπό συνθήκες απομόνωσης ή σε περιοχές με μεγάλο χειμερινό σκοτάδι δείχνουν πως οι άνθρωποι τείνουν να προτιμούν δύο ξεχωριστές περιόδους ύπνου, και συχνά κάνουν ασυνείδητα χρήση πώς η απουσία φωτός και η έλλειψη επίσημου χρόνου διαμόρφωσαν αυτήν την φυσιολογική τάση. Ουσιαστικά, ο σύγχρονος τρόπος ζωής και η τεχνολογία άλλαξαν ριζικά την εμπειρία και την αντίληψη του χρόνου και του ύπνου. Οι περισσότεροι άνθρωποι τώρα τείνουμε να επιδιώκουμε ένα ενιαίο συνεχές διάστημα ύπνου, που διαρκεί περίπου οκτώ ώρες, μια ιδέα που διατυπώθηκε και επικράτησε τον 20ό αιώνα.
Όμως, η ιστορία και η βιολογία δείχνουν πως μια δίχωρη κατανομή του ύπνου ήταν η φυσική κατάσταση των ανθρώπων επί χιλιάδες χρόνια και ότι η σημερινή, συνεχής ύπνος, αποτελεί μια μετεξέλιξη των κοινωνικών και τεχνολογικών αλλαγών, και όχι μια διαχρονική φυσική ανάγκη. Αυτές οι πληροφορίες μας βοηθούν να κατανοήσουμε γιατί συχνά ξυπνάμε το βράδυ και αισθανόμαστε ότι χάσαμε χρόνο, και γιατί η κατανόηση της φυσιολογικής λειτουργίας του ύπνου μπορεί να μας βοηθήσει στον καλύτερο ύπνο και στην αντιμετώπιση διαταραχών.



Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity