Αγαπητέ χρήστη, παρατηρήσαμε οτι έχεις ενεργοποιημένο Ad Blocker.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity

Death’s Door Review

  • ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

    Acid Nerve

  • ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ

    Devolver Digital

  • ΔΙΑΝΟΜΗ

    AVE

  • PEGI

    12+

  • ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
*
Όταν είδαμε για πρώτη φορά το Death’s Door μέσα από trailer και εικόνες σκεφτήκαμε ότι εδώ πέρα ίσως να υπάρχει ένα αρκετά καλό παιχνίδι. Λίγο το artstyle, λίγο η μουσική, δεν ήθελε και πολύ για να μας κάνει αυτό το κλικ σχετικά γρήγορα. Παράλληλα όμως αναρωτιόμασταν το τι ακριβώς θα μπορέσει να προσφέρει και για το αν έχει το απαιτούμενο βάθος για να ξεχωρίσει σαν τίτλος από τον ανταγωνισμό.



Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε δει και απολαύσει πολλά action adventures με γλυκό και όμορφο περιτύλιγμα και έναν ζόρικο πυρήνα να βρίσκεται θαμμένος κάτω από cute χαρακτηριστικά. Παιχνίδια σαν τα Tunic, Bastion, Eastward, The Legend of Zelda: Link’s Awakening remake και πολλά άλλα, έχουν προσφέρει στην κατηγορία των action adventures τα μέγιστα και αυτό ήταν ίσως και ένα εμπόδιο για το Death’s Door και τους developers που καλούνταν να ξεπεράσουν. Να ξεπεράσουν ουσιαστικά τον ανταγωνισμό και να αποδείξουν ότι έχουν να προσφέρουν πράγματα στο genre μέσα από την δική τους δουλειά και την προσέγγισή τους. Πράγματι, η προσέγγιση έχει κάποιες διαφορές με τα υπόλοιπα παιχνίδια, μιας και παρ’ ότι ελέγχουμε ως βασικό ήρωα ένα κοράκι που ξέρει να μάχεται με διάφορα όπλα, η ιστορία και το πνεύμα του παιχνιδιού είναι αρκετά πιο σκοτεινά και πεσιμιστικά. Ή τουλάχιστον, έτσι νομίζαμε.



Ο κεντρικός ήρωας έχει την μορφή ενός κορακιού και είναι ένας reaper που εργάζεται για έναν γραφειοκρατικό οργανισμό ο οποίος αναθέτει αποστολές στα κοράκια με σκοπό να συλλέγουν τις ψυχές των νεκρών. Χρησιμοποιούν ένα περίεργο σύστημα με πόρτες που λειτουργούν ως πύλες σε άλλους κόσμους και μέσω αυτού του συστήματος ταξιδεύουν με σκοπό να ολοκληρώσουν τις αποστολές τους. Αυτό που μας έκανε εντύπωση από τα πρώτα λεπτά είναι η ισορροπία ανάμεσα σε πετυχημένο χιούμορ, διασκεδαστικούς χαρακτήρες και την αρκετά σκοτεινή θεματολογία του θανάτου. Οι άνθρωποι της Acid Nerve έχουν γράψει ανά διαστήματα άκρως πετυχημένους διαλόγους, δημιούργησαν ξεχωριστούς χαρακτήρες που μας έμειναν στο μυαλό εξαιτίας της εξωτερικής τους εμφάνισης, αλλά και για τις έξυπνες ατάκες που πετούσαν ανά διαστήματα. Γελάσαμε όσο έπρεπε ώστε να μη χάσουμε το βαθύτερο νόημα του παιχνιδιού και προβληματιστήκαμε όσο έπρεπε σχετικά με το να ανακαλύψουμε τις λύσεις για τα μυστήρια του κόσμου, χωρίς να κουραστούμε. Υπάρχουν σίγουρα κάποια σημεία στο σενάριο που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν περαιτέρω, ενώ στο τέλος θεωρούμε ότι δε μείναμε με το στόμα ανοιχτό ή με κάποια εξέλιξη που να μας έμεινε χαραγμένη στο μυαλό. Η θεματολογία των ψυχών και του θανάτου ενδείκνυται για πιο ψαγμένες και βαθύτερες προσεγγίσεις, αλλά οι developers αποφάσισαν να το κρατήσουν πιο μαζεμένο, κάτι το οποίο θα αρέσει σε κάποιους αρκετά και σε άλλους λιγότερο.



Πέρα όμως από τις προσωπικές προτιμήσεις, θεωρούμε ότι το Death’s Door έχει ένα καλό σενάριο και έναν καλοστημένο κόσμο τα οποία στηρίζονται από το οπτικοακουστικό υλικό με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το soundtrack δεν συμπεριλαμβάνει αξέχαστα κομμάτια, αλλά είναι άκρως ταιριαστό με τον παραμυθένιο κόσμο του και ενσωματώνει μερικά ηχητικά loops που μας κόλλησαν στο μυαλό. Το art-style των περισσότερων κόσμων είναι όμορφο και σφύζει από ενέργεια και φαντασία, ενώ τα 60 fps στο PlayStation 5 μας κάνουν να εκτιμήσουμε ακόμη περισσότερο το οπτικό μέρος του παιχνιδιού, με τα πάντα να κυλάνε νεράκι και απροβλημάτιστα. Αν συνυπολογίσουμε και την δουλειά που έριξαν στο haptic feedback του DualSense που υποστηρίζει άμεσα την αίσθηση των κινήσεων του χαρακτήρα συνδυαστικά με τους ήχους που παράγονται από τον τίτλο, πραγματικά αξίζει κανείς να κοιτάξει λίγο πιο έντονα την έκδοση του PlayStation 5.



Οι κινήσεις είναι σημαντικό κομμάτι του gameplay, γιατί το Death’s Door έχει κάποια σημεία με σημαντική πρόκληση, ενώ γενικότερα πρόκειται για ένα παιχνίδι που δεν συγχωρεί πολλά, τουλάχιστον στην αρχή. H souls-like προσέγγιση είναι εμφανέστατη, οι παίκτες καλούνται με το “καλημέρα” να μάθουν την αποφυγή και το χτύπημα του σπαθιού με το σωστό timing, οπότε η λέξη “DEATH” θα κάνει την εμφάνισή της συχνά-πυκνά μέχρι την ολοκλήρωση του τίτλου. Πάντως, μετά από περίπου 9 ώρες που χρειάστηκαν για να δούμε τους τίτλους τέλους, θεωρούμε ότι η δυσκολία είναι πιο βατή συγκριτικά με άλλα παιχνίδια του είδους, ενώ όσο προχωρούσαμε το παιχνίδι, νιώθαμε ότι ο κόσμος του είναι τελικά πιο φιλόξενος απ’ ό’τι νομίζαμε. Αυτή η εξέλιξη σίγουρα θα διχάσει τους παίκτες, αφού κάποιοι ενδεχομένως να ξενερώσουν με την λίγο χαμηλότερη πρόκληση, ενώ κάποιοι άλλοι θα έχουν την ακριβώς αντίθετη αντίδραση, αγκαλιάζοντας το εν λόγω εγχείρημα. Έχοντας ολοκληρώσει σχεδόν τα πάντα στο Death’s Door, θεωρούμε ότι στον τομέα του gameplay δεν έχει να προσφέρει κάτι στους βετεράνους των souls-like τίτλων, αλλά πρόκειται για μία εξαιρετική πρόταση για όσους θέλουν να δοκιμάσουν για πρώτη φορά την αίσθηση των souls games. Θεωρούμε ότι τέτοιες προσεγγίσεις και προτάσεις πρέπει να υπάρχουν οπωσδήποτε στην αγορά.



Πιο απαιτητική ήταν η αναζήτησή μας για τα collectibles στον κόσμο του Death’s Door, τα οποία χωρίζονται σε items που μας ανεβάζουν τα stats του ήρωά μας και σε εκείνα που έχουν ένα ενδιαφέρον για το meta game του τίτλου. Υπήρχαν όμως δύο ατέλειες σε αυτόν τον τομέα που μας δυσκόλεψαν λίγο τη ζωή, με την πρώτη να επικεντρώνεται στην απουσία του χάρτη. Παρ’ ό’τι πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν χαθήκαμε πάνω από 2-3 φορές στις διάφορες περιοχές, έναν χάρτη θα τον θέλαμε για τα dungeons και γενικότερα το overworld που συγκεντρώνει αρκετά μυστικά. Οι developers έβαλαν άθελά τους μία μικρή τρικλοποδιά στο εξαίρετο level design, ενώ για όσους θέλουν να δουν το πραγματικό τέλος του παιχνιδιού, υπάρχει ένα συγκεκριμένο task που απαιτεί αρκετό (και αχρείαστο) backtracking. Γενικότερα υπάρχουν κάποιες μικρές ατέλειες που μπορεί να ενοχλούν ή να μας έκαναν να απορήσουμε, όπως π.χ. η ανούσια ύπαρξη πέντε διαφορετικών και καλοσχεδιασμένων όπλων κοντινών αποστάσεων. Το inventory του reaper μας χωρίζεται σε δύο διαφορετικά είδη όπλων, στα ranged που παίζουν τρομερά σημαντικό ρόλο και βασίζονται στην ακριβώς ίδια λογική των παιχνιδιών Zelda (hookshot, βόμβες κ.α.) και στα closed combat που μας βοηθούν στις μάχες. Ενώ τα ranged weapons έχουν την δική τους σημασία ώστε να προχωρήσουμε σε περιοχές που δεν μπορούσαμε στην αρχή, τα κρυμμένα σπαθιά και σφυριά αποτελούν απλώς εναλλακτικούς τρόπους για να παλεύουμε. Παρ’ ό’τι επαναλαμβάνουμε είναι καλοσχεδιασμένα και ξεχωρίζουν σαν τρόπος μάχης, η λίγο πιο βατή δυσκολία δεν μας προέτρεψε ποτέ στο να τα αλλάξουμε και να τα χρησιμοποιήσουμε για αρκετή ώρα. Το βασικό σπαθί του ήρωα κάνει εξαιρετικά την δουλειά του και αν δεν είχαμε αυτή την αιώνια περιέργεια για εξερεύνηση χαμένων θησαυρών, ενδεχομένως να μην νοιαζόμασταν και ιδιαίτερα ώστε βρούμε τα υπόλοιπα κρυμμένα base weapons. Τα ίδια μπορούμε να πούμε και για τις ικανότητες του ήρωα οι οποίες μπορούν να αναβαθμιστούν μέσα από ένα πολύ basic σύστημα ικανοτήτων και αναβαθμίσεων που κάνει απλώς τα βασικά.



Όλα αυτά όμως είναι κάποιες μικρές ατέλειες, κάποιες ενοχλήσεις που προφανώς δεν θα μπορούσαν να μας σταματήσουν από το να απολαύσουμε ένα εξαιρετικό παιχνίδι. Η Acid Nerve έφτιαξε έναν σημαντικό και στιβαρό τίτλο, που ωθεί τον παίκτη να παίξει και να εξερευνήσει τον κόσμο του μέχρι και την τελευταία σπιθαμή. To ακόμα πιο μαγικό της υπόθεσης είναι το γεγονός ότι η Acid Nerve αποτελείται ουσιαστικά από δύο άτομα, τους Mark Foster και David Fenn, αποδεικνύοντας γι’ άλλη μία φορά ότι τα τεράστια budget και τα μεγαλεπήβολα σχέδια δεν αποτελούν μονόδρομο για την δημιουργία ενός αξιόλογου video game.  Έχουμε καιρό να δούμε τίτλο να ισορροπεί τόσο ομαλά ανάμεσα στο χιούμορ και τη σοβαρότητα, το φως και το σκοτάδι, και αυτό είναι κάτι που το κάνει να ξεχωρίζει από τον ανταγωνισμό. Η ισορροπημένη του πρόκληση, ο ωραίος οπτικοακουστικός τομέας, το ανά διαστήματα εθιστικό του gameplay, όλα αυτά εννοείται ότι είναι καλοδεχούμενα και σημαντικά, αλλά ο χαρακτήρας του παιχνιδιού είναι αυτός που το κάνει εν τέλει να ξεχωρίζει σαν κυκλοφορία. Το Death’s Door μοιάζει γκρίζο εξαιτίας της θεματολογίας του και των γραφείων των μαύρων reapers, αλλά τελικά το περιεχόμενό του ήταν πιο λαμπερό και χρωματιστό απ’ ό’τι θα μπορούσαμε να φανταστούμε. 
EDITOR’S CHOICE

8

ENTERNITY SCORE
ΒΑΘΜΟΛΟΓΗΣΕ ΤΟ opencritic.com
ΘΕΤΙΚΑ
  • Όμορφος κόσμος και ενδιαφέρον art style
  • Ιδιαίτερο σενάριο
  • Εξαιρετικά στιβαρό gameplay
  • Μπόλικα collectibles
  • Ωραίο soundtrack
  • Δίκαιη πρόκληση
ΑΡΝΗΤΙΚΑ
  • Απουσία χάρτη
  • Μπόλικο backtracking σ’ ένα συγκεκριμένο mission για την αποκάλυψη του πραγματικού φινάλε
  • Άκρως περιορισμένα ability system και οπλοστάσιο
Διαβάστε όλα τα νέα του Enternity.gr στο Google News, στο Facebook στο Twitter και στο Instagram και κάντε εγγραφή στο Newsletter
0 ΣΧΟΛΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Για να μπορέσετε να προσθέσετε σχόλιο θα πρέπει πρώτα να έχετε κάνει login!

    • https://www.enternity.gr/files/Image/UserAvatars/resized/enternity_50_50.jpg
    • 3000 χαρακτήρες ακόμα
  • Δεν υπάρχουν ακόμα σχόλια για αυτό το άρθρο.
*