Όταν ανακοινώθηκε το Little Nightmares III, με δεδομένη την ιστορία της σειράς, υπήρξε μεγάλος ενθουσιασμός. Που μετριάστηκε όταν αποκαλύφθηκε ότι η Tarsier Studios δεν βρισκόταν πλέον στο τιμόνι της ανάπτυξης, μιας και αποφασίστηκε το τρίτο μέρος να δημιουργηθεί από τη Supermassive Games. Που ναι μεν δημιούργησε το Until Dawn, όμως από εκεί και πέρα τι; Το The Dark Pictures Anthology, το The Quarry; Τίποτα από αυτά δεν θα «κληρονομήσει» στις επόμενες γενιές, μιας και κανένα τους δεν φτάνει τα δύο πρώτα Little Nightmares. Τους δύο καλύτερους σεφ του κόσμου να πάρεις και να τους βάλεις να εκτελέσουν μια συνταγή από την αρχή ως τη μέση ο ένας και από τη μέση ως το τέλος ο άλλος, το αποτέλεσμα είναι, σχεδόν, βέβαιο πως θα είναι υποδεέστερο σε σχέση με αν αναλάμβανε ένας από της αρχή ως το τέλος. Δεν κάνουν μόνο τα εργαλεία τον μάστορα, πρέπει και ο μάστορας να γνωρίζει πως χρησιμοποιούνται τα εργαλεία. Άλλη φιλοσοφία, άλλες τεχνικές.

Πριν καν λάβουμε τον κωδικό για το review, που δεν ήρθε στα χέρια μας πριν από την ημέρα του λανσαρίσματος, έχοντας μπει στον μύλο του hype, αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με το demo. Αν και προτιμούμε να «κρίνουμε» έχοντας δει τα πάντα, και το σωστό αυτό είναι, δυστυχώς η μέρα φάνηκε από το πρωί. Καλή δεν ήταν. Ή για να είμαστε πιο δίκαιοι. Ήταν κάτω των προσδοκιών. Αυτή τη φορά έχουμε δίδυμο πρωταγωνιστών. Τη Low που κουβαλάει ένα τόξο και τον Alone, εξοπλισμένο με ένα μεγάλο γαλλικό κλειδί, που ενίοτε χρησιμεύει και ως βαριοπούλα για να σπάει τοίχους. Οπότε, έχουμε ένα μοντέλο co- op, χωρίς τη δυνατότητα για couch co- op ή drop in/ out αλλά και την ευχέρεια επιλογής του χαρακτήρα που θα χειριζόμαστε. Ο άλλος βοηθάει, συμμετέχει, καλείται με ένα νεύμα και μια «φωνή». Το αποτέλεσμα, το ίδιο, οι δράσεις, σε λίγα σημεία, διαφοροποιούνται και οφείλουμε να ομολογήσουμε πως, έχοντας ολοκληρώσει το playthrough με τη Low, δεν βρήκαμε κάτι το ελκυστικό για να επαναλάβουμε την περιπέτεια με τον Alone. Κάποια στιγμή λογικά θα γίνει, αλλά όχι όσο ακόμα έχουμε φρέσκιες τις αναμνήσεις από το run για χάρη του review.

Ο κόσμος που έχει δημιουργήσει η Supermassive Games είναι σκοτεινός, καταθλιπτικός, πάτησε στα ίδια βήματα με την Tarsier Studios. Αλλά, σε καμία περίπτωση δεν προκαλεί «φόβο». Οι στιγμές άγχους και αγωνίας είναι ελάχιστες και θυμίζουν έντονα σκηνές από τους δύο πρώτους τίτλους. Το φάουλ είναι ότι, ενώ ο κόσμος είναι αρκετά μεγάλος, οι «δραστηριότητες» εντός αυτού είναι δυσανάλογες του μεγέθους του. Στα τρία πρώτα κεφάλαια, δεν θα ήταν υπερβολή αν στο μυαλό των περισσότερων δημιουργηθεί η απορία. Μήπως παίζω ένα walking simulator και δεν το έχω καταλάβει; Σε αυτό, συμβάλουν οι σχεδόν μηδενικής δυσκολίας «γρίφοι» (έχουν σημασία τα εισαγωγικά) και οι επαναλαμβανόμενες ενέργειες. Για χάρη- λογικά- της επιμήκυνσης του gameplay, θα βρεθείτε δεκάδες φορές να ανοίγετε καταπακτές, να διασχίζετε αεραγωγούς, να σκαρφαλώνετε σε παράθυρα για να βρείτε την πολυπόθητη έξοδο. Ότι ενδιαφέρον μηχανισμός υπάρχει, είτε δεν χρησιμοποιείται όσο θα έπρεπε, είτε χάνεται στο μέγεθος του κόσμου. Επίσης, είναι συνήθως, κάτι παραπάνω από προφανές, το επόμενο σημείο που πρέπει να κινηθείτε.

Τα σημεία όπου απαιτείται stealth μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού και με ελάχιστη προσοχή θα τα ξεπεράσετε χωρίς βάσανο. Ένα αρκετά ενδιαφέρον εργαλείο, η ομπρέλα, αν και θα μπορούσε να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, περιορίζεται όχι απλά σε δευτερεύον, αλλά σε κομπάρσο. Η αιώρηση και μετακίνηση με σκοινιά τροποποιεί λίγο το ενδιαφέρον και αν υπάρχει κάτι θετικό στην εξίσωση, είναι οι μηχανισμοί του platforming που λειτουργούν εξαιρετικά. Το τόξο της Low θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για πολύπλοκες καταστάσεις, «μάχες» με τα τερατόμορφα που λυμαίνονται τις αίθουσες και τους διαδρόμους του Little Nightmares III. Όμως. Αν και απεχθανόμαστε την επανάληψη, αναγκαζόμαστε να χρησιμοποιήσουμε ξανά και ξανά τη λέξη, όμως, για να τονιστεί η «αντίθεση». Όμως λοιπόν, η ομάδα ανάπτυξης δεν επένδυσε όσο θα έπρεπε στο τόξο, ούτε βεβαίως και στο γαλλικό κλειδί του Low. Βεβαίως, όποτε θα χρειαστείτε θα σας εξυπηρετήσουν ακριβώς όπως θα θέλατε, χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα των υπηρεσιών τους.

Με δεδομένο το σκοτεινό περιβάλλον, επιχειρείται να δοθεί πρωταγωνιστικός ρόλος στον φακό. Εργαλείο γνώριμο στη Supermassive Games από προηγούμενους τίτλους της. Η διάρκεια που θα τον κουβαλάτε σε σχέση με τις φορές που θα χαρακτηριστεί απαραίτητος είναι αντιστρόφως ανάλογη και η διαφορά μεταξύ τους, το λιγότερο χαοτική. Από πλευράς gameplay, η κατάσταση βελτιώνεται αισθητά στο τελευταίο κεφάλαιο, αλλά είναι πολύ αργά για να πάρει μπρος ο ρυθμός. Τότε είναι που ίσως και να χρειαστεί να δουλέψει λίγο το μυαλό, το φως αρχίζει να αποκαλύπτει και να κρύβει τον δρόμο προς τη σωτηρία. Αν τα προηγούμενα κεφάλαια είχαν έστω και τη μισή «λάμψη» του τελευταίου, τότε ναι, θα είχαμε ένα άρτιο και ποιοτικό σύνολο. Κρίνουμε όμως το σύνολο και ένα μερικώς «ένδοξο» τέλος, για εμάς τουλάχιστον, δεν είναι ικανό να εξιλεώσει την αρχή ή τη μέση.

Την ατμόσφαιρα ενισχύουν σαφώς οι ήχοι του περιβάλλοντος και οι άναρθρες κραυγές των τεράτων. Αν και θα έχετε βαρεθεί να το διαβάζετε, εννοείται πως προτείνεται να παίξετε απ’ την αρχή ως το τέλος με ακουστικά και ελάχιστο έως καθόλου φωτισμό. Αυτού του είδους η «απομόνωση», συχνά πυκνά βοηθάει να βυθιστεί κάποιος στην περιπέτεια αλλά και να συγκεντρωθεί στην όποια αφήγηση. Δεν υπάρχουν λόγια, δεν υπάρχει το οποιοδήποτε κείμενο. Μόνο οι κινήσεις των Low και Alone, το περιβάλλον που ζούνε και κινούνται, η προσπάθειά τους για λύτρωση, μαρτυρούν ένα παρελθόν γεμάτο βάσανα. Που τους έχει μάθει να επιβιώνουν σε σκληρές συνθήκες και καταστάσεις.
Έχοντας καταγράψει τα παραπάνω, Little Nightmares III δεν δείχνει ως μια επιτυχημένη συνέχεια. Ασφαλώς πάντα θα αιωρείται και ένα τεράστιο “What if?”. Δηλαδή, τι θα είχαμε δει αν συνέχιζε την πορεία η Tarsier Studios. Τα δεκάδες, χωρίς νόημα, δωμάτια, που δεν δημιουργούν, έστω, την αίσθηση ότι θα μπορούσαν να κρύβουν κάποιον κίνδυνο, λειτουργούν απόλυτα καταστροφικά, παρουσιάζοντας έναν κόσμο μεγάλο, αλλά χωρίς ουσιαστική συνεισφορά στο gameplay. Θα χρειαστείτε γύρω στις 5- 6 ώρες για να δείτε τους τίτλους τέλους, εκτός αν θέλετε- για τη συλλογή σας και το τρόπαιο- να βρείτε όλες τις κούκλες που είναι διασκορπισμένες σε κτίρια, αυλές κλπ. Δυστυχώς, το μόνο αναπάντεχο- από την κυκλοφορία του Little Nightmares 2 και μετά- είναι αυτό το όχι επάξιο sequel.
Έφτασαν τα νέας γενιάς χειριστήρια DualSense με σημαντικές αλλαγές, πως θα τα ξεχωρίζετε (photos)




Συμφωνώ σε όλα εκτός από ένα εκ των θετικών, δηλαδή, τον ήχο.
Δυστυχώς και αυτό ως αρνητικό πρέπει να αποδοθεί γιατί σε πάρα πάρα πολλά σημεία νομίζεις ότι είναι στο mute.
Να θυμίσω πως στα δύο πρώτα instalments είχε δοθεί πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα.
Κλείνοντας, ήθελα να προσθέσω πως αυτό είναι το αποτέλεσμα όταν μια μεγάλη εταιρεία δεν σέβεται το πόνημα των δημιουργών και χρησιμοποιεί το όνομα ενός indie franchise για να βγάλει εύκολο χρήμα.
Για να μην αναφέρω τη καλή τιμολογιακή πολιτική της εταιρείας... Είναι τραγελαφικό να κοστίζει 40!
Η πραγματική, πνευματική, συνέχεια του little nightmares έρχεται σύντομα και ακούει στο όνομα Reanimal!
*κακή τιμολογιακή πολιτική
Καμία φορά, η σιωπή έχει πιο "ατμοσφαιρικό" ήχο.