Αγαπητέ χρήστη, παρατηρήσαμε οτι έχεις ενεργοποιημένο Ad Blocker.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity

Burning (Το παιχνίδι με τη φωτιά) Review

  • ΗΛΙΚΙΕΣ

    16+

  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ

    Chang-dong Lee

  • ΗΘΟΠΟΙΟΙ

    Ah-in Yoo, Steven Yeun, Jong-seo Jun

  • ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
*
Η κριτική μας για την ταινία Burning (Το παιχνίδι με τη φωτιά) σε σκηνοθεσία Chang-dong Lee και πρωταγωνιστές τους  Ah-in Yoo, Steven Yeun και Jong-seo Jun.

Νεαρός συναντά συγχωριανή του στην πόλη. Έχουν περάσει πολλά χρόνια, δεν τη θυμάται. Εκείνη του ζητά να φροντίζει τη γάτα της όσο θα λείπει σε ταξίδι στην Αφρική. Όταν επιστρέφει, του συστήνει τον καινούργιο της φίλο. Του αρέσει να καίει θερμοκήπια.


Υπάρχει μια σκηνή στο «Παιχνίδι με τη Φωτιά» στην οποία οι τρεις ήρωες βρίσκονται μαζί στην αυλή ενός επαρχιακού σπιτιού και καπνίζουν μαριχουάνα χαζεύοντας το ηλιοβασίλεμα. Ένας εξ αυτών σηκώνεται, πηγαίνει μέχρι την παρκαρισμένη Porsche του και βάζει να παίξει ένα θέμα του Μάιλς Ντέιβις από το «Ασανσέρ για Δολοφόνους» (1958). Η κοπέλα σταματά τα χασκόγελα, βγάζει τη μπλούζα της και αρχίζει να χορεύει γυμνόστηθη. Είναι μια σκηνή άνευ σημασίας. Διαρκεί επτά λεπτά.



Χωρίς να είναι πραγματικά κακό, το φιλμ του Λι Τσανγκ-ντονγκ μας φέρνει (ξανά) αντιμέτωπους με ένα βαθύ πρόβλημα των φεστιβαλικών δημιουργιών οι οποίες επιχειρούν μια άσκηση μη ύφους, παραγνωρίζοντας ακόμη και κάθε φιλμικό είδος. Και σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσω ιδιαίτερα πως η «φεστιβαλική» ταινία δεν αποτελεί κινηματογραφικό είδος. Επειδή, λοιπόν, ο Τσανγκ-ντονγκ νοιάζεται περισσότερο να τον πάρουν (πόσω μάλλον στα σοβαρά…) στο διαγωνιστικό πρόγραμμα ενός φεστιβάλ (όπως οι Κάννες, στην προκειμένη), από το να υπογράψει ένα φιλμ το οποίο θα υπηρετεί στοιχειώδεις κινηματογραφικούς κανόνες αλλά και την επαφή του ως πλήρες έργο με τους θεατές, «Το Παιχνίδι με τη Φωτιά» παραδίδεται σε έναν υπνωτιστικά νωχελικό ρυθμό (ξαναδές διάρκεια), με τη short story τού Χαρούκι Μουρακάμι (στην οποία βασίστηκε) να απλώνεται δίχως… έγνοιες αφηγηματικές σε μια αλληλουχία από σεκάνς πέραν περιγραφής, «ανακαλύπτοντας» κατόπιν μιάμισης ώρας ότι ενδεχομένως να πρόκειται για ταινία μυστηρίου, με την πιο βαρύνουσα σημασία στην πλοκή να έχει να κάνει με τις αναμνήσεις γύρω από… ένα πηγάδι που μπορεί να υπήρχε (ή όχι) κάποτε στο χωριό!



Γενικά έχει πρόβλημα η ιστορία. Νεαρός συναντά στην πόλη της Σεούλ μια συγχωριανή του που ούτε καν θυμάται, εκείνη του προτείνει να βγουν έξω το βράδυ, θα συναντηθούν μερικές φορές, θα υπάρξει σεξ, εκείνη έχει κανονίσει να πάει ένα ταξιδάκι στην Αφρική (έκανε οικονομίες), θα του ζητήσει να πηγαίνει στο δωματιάκι που έχει για διαμέρισμα και να ταΐζει τον γάτο της όσο λείπει, αλλά επιστρέφει με καινούργιο φίλο που γνώρισε στην αλλοδαπή και εμφανίζεται πια παντού μαζί της. Ο φίλος έχει πολλά λεφτά, δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο γι’ αυτόν, κάποια στιγμή εξομολογείται πως του αρέσει να βάζει φωτιά σε θερμοκήπια, ανά δίμηνο περίπου, το βρίσκει ψυχοθεραπευτικό.



Κάπως έτσι έχει περάσει μιάμιση ώρα. Και η κοπέλα εξαφανίζεται. Ο κεντρικός ήρωας δεν τη βρίσκει πουθενά, στην πόλη μαθαίνει πως είναι συνηθισμένη τακτική ανθρώπων που υπερχρεώνουν τις πιστωτικές τους κάρτες και «χάνονται» για να μην πληρώσουν ποτέ τις δόσεις τους. Πάνε σε άλλες γειτονιές, πόλεις, όπου βρουν μια άκρη για να συνεχίσουν να ζουν, σαν με «άλλη» ταυτότητα. Αλλά κάποιες λεπτομέρειες δηλώνουν πως εδώ δεν πρόκειται για απλό φευγιό. Ακόμη και σε αυτή, την τελευταία ώρα του έργου, ο Τσανγκ-ντονγκ σχεδόν προσπαθεί να αποφύγει το ύφος ενός θρίλερ μυστηρίου, θέλοντας να μας πει ότι η καχυποψία του ήρωα (με την οποία «ταυτιζόμαστε», προφανώς) μπορεί να είναι και μια σκέτη ανοησία. Από την άλλη, μας φέρνει αντιμέτωπους με την έλλειψη εμπιστοσύνης που πρέπει να δείχνουμε (τελικά) προς το ανθρώπινο είδος, την ευκολία τού να ζει κανείς μέσα σε ένα ψέμα και άλλες στερεότυπες σκέψεις και «προβληματισμούς». Κινηματογραφικά, έχει αισθητική όλο αυτό και ο άνθρωπος είναι ένας σοβαρός επαγγελματίας. Όταν, όμως, πας να τοποθετήσεις τούτο το έργο μέσα σε ένα πλαίσιο είδους, εκεί τα πάντα καταρρέουν εξαιτίας της αντίληψης της φεστιβαλικής δημιουργίας, η οποία παίζει (πρωτίστως σεναριακό) «κρυφτούλι» και με το όποιο genre αλλά και με τον θεατή, ο οποίος δεν έχει να ελπίζει σε τίποτε καλύτερο από μια «ξαφνική» έκρηξη στο φινάλε. Προφανώς και θα συμβεί έτσι, διαφορετικά μάλλον θα είχαμε μείνει σύξυλοι και με ένα μη φινάλε…



Κρίμα για τον σκηνοθέτη του θαυμάσιου «Milyang» (2007), να καταφεύγει σε «λογοτεχνικής» φύσεως αόριστους διαλόγους και (ενίοτε) εύκολους εντυπωσιασμούς (το – άδοξο – χτίσιμο του σασπένς μέσα από τις σεκάνς των οδικών παρακολουθήσεων, για παράδειγμα), δίχως να παραδέχεται ότι στην πραγματικότητα έχει «ολοκληρώσει» ένα έργο που έχει… «κάψει» το σενάριο (μαζί με κάθε αφηγηματική δομή). Όχι άλλα «σινεφιλικά» εγκαύματα, έλεος πια!



ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Δράμα σχέσεων που δεν έχει κάτι το πραγματικά δραματικό, θρίλερ μυστηρίου που αυτο-αναιρεί τα «μυστικά» του σαν να σου λέει πως δεν είχε τέτοιον σκοπό. Τίποτα το καινούργιο κινηματογραφικά, πέραν της «φεστιβαλικής» άφεσης σε έναν αφηγηματικό ρυθμό που γίνεται ένα με την ασημαντότητα της πλοκής. Θα μπορούσε να είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα σπαζοκεφαλιά γύρω από την εγκληματική φύση του ανθρώπου, αλλά ο Λι Τσανγκ-ντονγκ έχει (σαφώς) επιλέξει το «κάψιμο», πιστός στον τίτλο του έργου. Θα δεις να γράφονται «παπάδες» (όπως συνήθως). Μην πεις ότι δεν σε είχα προειδοποιήσει.

Του Ηλία Φραγκούλη, σε συνεργασία με το freecinema.gr 
Διαβάστε όλα τα νέα του Enternity.gr στο Google News, στο Facebook στο Twitter και στο Instagram και κάντε εγγραφή στο Newsletter
0 ΣΧΟΛΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Για να μπορέσετε να προσθέσετε σχόλιο θα πρέπει πρώτα να έχετε κάνει login!

    • https://www.enternity.gr/files/Image/UserAvatars/resized/enternity_50_50.jpg
    • 3000 χαρακτήρες ακόμα
  • Δεν υπάρχουν ακόμα σχόλια για αυτό το άρθρο.
*