Η ρήξη ανάμεσα στον Hideo Kojima και την Konami ήρθε πριν από 10 χρόνια, αν και πιθανότατα ήταν ήδη προδιαγεγραμμένη πριν καν μπει το 2015. Το τέλος αυτής της τριακονταετούς σχέσης έκλεισε μια εποχή που γέννησε διαμάντια και πρωτίστως τη σειρά Metal Gear, με έργα που καθιέρωσαν τον Kojima ως έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους developers στην ιστορία. Με την ανεξαρτητοποίηση της Kojima Productions, ο σπουδαίος Ιάπωνας δημιουργός αφιερώθηκε στο να σπάσει τα όρια του gaming, όντας πια ανεμπόδιστος και συνάμα μεγάλος λάτρης του κινηματογράφου. Το πρώτο του πόνημα στη μετά-Konami εποχή ανακοινώθηκε στην E3 του 2016 και καλυπτόταν από ένα πέπλο μυστηρίου, σχεδόν μέχρι και την τελική του κυκλοφορία, τρεισήμισι χρόνια αργότερα. Το Death Stranding του 2019 ήταν ένα ατμοσφαιρικό και κινηματογραφικό action-adventure, που ο Kojima αποκάλεσε ως το πρώτο strand game. Τίτλος που στην ουσία δημιουργεί ένα νέο είδος videogame, με έμφαση σε διαδραστικά κοινωνικά χαρακτηριστικά, στο πλαίσιο των οποίων οι παίκτες δημιουργούν χτίσματα και μηχανισμούς που επηρεάζουν τον κόσμο άλλων παικτών.
Στο Death Stranding είδαμε μια διαφορετική Αμερική, όπου μια μυστηριώδης υπερφυσική καταστροφή προκάλεσε ρήγμα στα σύνορα μεταξύ του κόσμου των ζωντανών και των νεκρών. Το φαινόμενο του Death Stranding έφερε την εμφάνιση των BTs (Beached Things), που είναι οντότητες παγιδευμένες μεταξύ των δύο διαστάσεων, αλλά και του Timefall, μιας επικίνδυνης βροχής που επιταχύνει το πέρασμα του χρόνου για τα αντικείμενα και τους ανθρώπους που αγγίζει. Η ανθρωπότητα οδηγήθηκε γοργά σε μια αποσύνθεση, με τους επιζήσαντες να επιβιώνουν σε βαθιά απομόνωση, μακριά από οτιδήποτε θυμίζει κοινωνία. Το Death Stranding έγινε η πληγή της ύπαρξης, με τις λιγοστές ελπίδες της ανθρωπότητας για αποφυγή του αφανισμού να επαφίενται στην επανασύνδεση των απομονωμένων της κοινοτήτων. Αυτό είναι και το κομμάτι που επωμίζεται ο παίκτης. Την επανασύνδεσή τους, αναλαμβάνοντας και ολοκληρώνοντας αποστολές προμηθειών, που βήμα – βήμα θα βγάλουν την ανθρωπότητα από το τέλμα. Με την πρόκληση του να πλοηγηθεί σε επικίνδυνα και ανεξερεύνητα εδάφη ενόσω αποφεύγει τα BTs, τα πλάσματα δηλαδή της επονομαζόμενης παραλίας – τη μεταφυσική εκδήλωση του κόσμου των νεκρών, ο παίκτης μπαίνει στη θέση του Sam (Norman Reedus) και ξεκινά ένα μεγάλο και δύσκολο ταξίδι για την επανένωση της Αμερικής, με τη σύνδεσή της στο Chiral Network. Ένα ταξίδι γεμάτο μυστήριο και πλούσια μυθολογία, που θα τον φέρει αντιμέτωπο με μεγάλα φιλοσοφικά ζητήματα, στοχασμούς και ανθρώπινο πόνο.

Το πρώτο εγχείρημα του Hideo Kojima στη μετά-Konami εποχή, δεν ήταν αψεγάδιαστο. Όμως, το Death Stranding στέκεται ως μια πολύ ξεχωριστή και ιδιαιτέρως δυνατή εμπειρία που εφάμιλλή της δεν έχουμε ξαναδεί. Για καλό και για κακό. Αμφότερα αναλύονται στο έπακρο τόσο στο review μας για το original παιχνίδι, όσο και για το Director’s Cut του 2021. Τώρα, 6 χρόνια μετά το ντεμπούτο του, το Death Stranding αποκτά επίσημα το sequel του, με τον Ιάπωνα developer να εμβαθύνει ακόμα περισσότερο στο όραμα που είχε εξ’ αρχής στον νου του. Το Death Stranding 2: On the Beach είναι η συνέχιση της ιστορίας, έναν χρόνο μετά τα γεγονότα του προκατόχου του. Η επιστροφή του Sam φέρνει μια καινούργια ιστορία που απαιτεί 30 με 35 ώρες για να ολοκληρωθεί, όμως ο κόσμος του παιχνιδιού επιφυλάσσει υλικό που γεμίζει με άνεση τις 100 ώρες. Όπως και με τον πρώτο τίτλο της σειράς, αυτό εξαρτάται από τον τρόπο που παίζεται. Γενικότερα, οι ομοιότητες με το original είναι αρκετές, όπως επίσης και τα πράγματα στα οποία διαφέρουν. Αναμενόμενα, οι διαφορές αυτές είναι και που κάνουν το sequel ένα εμφανώς ανώτερο παιχνίδι.
“Ποτέ μην μπερδεύεις την κίνηση με τη δράση”
Το πρώτο Death Stranding κατακρίθηκε για αργό και μονότονο gameplay, για επαναληψιμότητα στις αποστολές του και για τον “κενό” κόσμο του που δεν πρόσφερε δυνατότητες για πολλές δραστηριότητες. Χαρακτηρίστηκε ως walking simulator στο πλαίσιο μιας συζήτησης που δε θα αλλάξει γνώμη ποτέ, ούτε στους μεν που συμφωνούν, ούτε στους δε που διαφωνούν. Το Death Stranding 2: On the Beach έρχεται να βελτιώσει αυτά τα κομμάτια, κάποια λίγο, κάποια πολύ. Ο νέος τίτλος φέρει περισσότερη ουσιαστική δράση με συχνές και έντονες μάχες, που συνδυάζουν melee και parry με third-person shooting. Τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά όμως παραμένουν ως έχουν: ο Sam θα χρειαστεί να καλύψει αποστάσεις μεταξύ σταθμών και θα διασχίσει περιοχές με ανισόπεδα εδάφη γεμάτα λόφους, βράχους, άμμο και χώμα, λάσπη και πίσσα, χιόνι και άλλες δυσπρόσιτες επιφάνειες που θα σταθούν τροχοπέδη στη μεταφορά του εκάστοτε φορτίου του, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για φορτίο με βάρος. Η διαχείρισή του είναι ύψιστης σημασίας, μια και θα ορίσει την πολυπλοκότητα της μετάβασης από το ένα σημείο στο άλλο. Όταν είναι πεζός, το φορτίο είναι ιδανικό να ισομοιράζεται στην πλάτη του, στα χέρια του και στις θήκες που φέρει η στολή του. Οι ρυθμίσεις της διαχείρισης του φορτίου κάνουν τα πράγματα εύκολα, εφαρμόζοντας τη βέλτιστη κατανομή βάρους με μια απλή εντολή. Όταν το φορτίο είναι υπέρογκο, υπάρχουν ηλεκτρικά καρότσια που βοηθούν στην ομαλότερη μεταφορά του.

Παράλληλα, υπάρχουν και οχήματα στα οποία δίνεται πρόσβαση μέσα στις πρώτες 5 ώρες του παιχνιδιού και τότε εξαλείφεται η ανάγκη οποιασδήποτε ειδικής μεταχείρισης. Ακόμα και έτσι, το να δίνεται προσοχή στο έδαφος παραμένει μείζον ζήτημα, μια και οι μεταφορές που γίνονται με αυτόν τον τρόπο τραυματίζουν το φορτίο πιο εύκολα, ενώ ταυτόχρονα εξαντλούνται γρηγορότερα οι μπαταρίες του οχήματος. Μπαταρίες χρησιμοποιούν και οι ειδικοί σκελετοί που εφαρμόζονται στη στολή του Sam και τον βοηθούν σε διαφορετικές περιπτώσεις, όπως σε υπερβολικά δύσκολα εδάφη ή σε απαιτητικές μάχες. Για τη φόρτισή τους υπάρχουν πύργοι - γεννήτριες που χτίζονται με τη βοήθεια των PPC (Portable Chiral Constructors), αντικείμενα που δημιουργούνται από τις βάσεις που ενώνει ο Sam στο Chiral Network και δίνουν τη δυνατότητα δημιουργίας διάφορων χρήσιμων εργαλείων. Από καταφύγια μέχρι γέφυρες και από δρόμους μέχρι zip-lines για ευκολότερες μεταφορές. Πρόκειται για μόλις ένα από μια πλειάδα αντικειμένων που είναι χρήσιμο να υπάρχουν στον εξοπλισμό του Sam ανά πάσα στιγμή. Άλλα είναι εφεδρικές μπότες, μια και όλες τους έχουν συγκεκριμένο χρόνο ζωής, ή blood bags και ποτά που θα αναζωογονήσουν τις δυνάμεις και τις αντοχές του Sam.

Μια ακόμα κατηγορία αντικειμένων που είναι απαραίτητη καθ’ όλη τη διάρκεια της νέας περιπέτειας είναι τα όπλα. Πολλές από τις αποστολές του sequel φέρνουν τον Sam αντιμέτωπο με ομάδες εχθρών, προκειμένου να τις εξολοθρεύσει και στη συνέχεια να ανακτήσει κλεμμένα αντικείμενα ή ομήρους, να καταστρέψει ολοσχερώς τις βάσεις τους για να αποτρέψει επιχειρήσεις σαμποτάζ ή απλά να εκμηδενίσει κίνδυνους για βάσεις που βρίσκονται πλησίον τους. Κάποιοι εχθροί φέρουν εξελιγμένο εξοπλισμό και προηγμένες πανοπλίες που απαιτούν τη χρήση δυνατότερων όπλων. Καθώς ξεκλειδώνονται όλο και περισσότερα όπλα, ο Sam αποκτά πρόσβαση σε ένα εντυπωσιακό οπλοστάσιο με αρκετό εύρος που συμπεριλαμβάνει πιστόλια που ενδείκνυται ακόμα και για BTs, machine guns και εκτοξευτήρες χειροβομβίδων. Η χρήση τους είναι απλή και με εξαιρετική απόκριση. Το shooting είναι απολαυστικό και η εξολόθρευση εχθρών προσφέρει λίγα δευτερόλεπτα “παγώματος” του χρόνου, που δίνει τη δυνατότητα στόχευσης άλλων εχθρών που βρίσκονται εντός οπτικού πεδίου.

Από την άλλη, υπάρχει σχεδόν πάντα και η επιλογή αντιμετώπισης εχθρών με τακτική stealth, κάτι στο οποίο βοηθά η χρήση του Odradek. Εκτός από σαρωτής επιφάνειας εδάφους και εντοπισμού BTs, το Odradek σημαδεύει την τοποθεσία εχθρών, αν και για σύντομο χρονικό διάστημα. Ο Sam μπορεί να χρησιμοποιήσει στρατηγική προσέγγιση για τη διεκπεραίωση της αποστολής που έχει ανά περίπτωση και το stealth λειτουργεί εξαιρετικά. Παρόλα αυτά, η εμπλοκή στη μάχη είναι ακόμα καλύτερη, εν μέρει λόγω της απαραίτητης ώθησης που δίνεται στο gameplay του παιχνιδιού, αλλά κυρίως χάρη στο πόσο καλά αποδίδει το κομμάτι της έντονης δράσης. Σε αυτό συνεισφέρει το game design, η σκηνοθεσία, τα όπλα αυτά καθαυτά, αλλά και οι εχθροί και το AI τους. Επιπρόσθετα, υπάρχουν και bosses, μα και mini bosses, που χρήζουν διαφορετικής αντιμετώπισης, αλλά ακόμα και στη δική τους περίπτωση το shooting λειτουργεί ευεργετικά. Συν τοις άλλοις, αποτελούν τις πιο “κινηματογραφικές” μάχες του παιχνιδιού.

Στο Death Stranding 2: On the Beach υπάρχουν βασικές αποστολές που προοδεύουν την ιστορία, αλλά και δευτερεύουσες, προαιρετικές αποστολές που αποφέρουν έξτρα αντικείμενα, περισσότερες συνδέσεις στο Chiral Network και άρα επιπλέον δυνατότητες χτισίματος με PPCs και επιπλέον διαλόγους που ομολογουμένως δεν προσφέρουν τα μέγιστα στον εμπλουτισμό της μυθολογίας. Οι προαιρετικές αποστολές του νέου τίτλου φέρουν κομμάτι από τα ψεγάδια του πρώτου: είναι επαναλαμβανόμενες, χωρίς αρκετά δυνατά οφέλη. Οι 50 βασικές αποστολές της ιστορίας από την άλλη, στο σύνολό τους αποτελούν μεγάλη αναβάθμιση σε σχέση με το original game, κι αυτό αποδίδεται στην προσθήκη πολλών πεδίων μάχης, αλλά και στη σμίκρυνση των αποστάσεων που απαιτούν να διανύσει ο Sam. Αν και εξακολουθούν να υπάρχουν διαδρομές που χρειάζονται τουλάχιστον 15 λεπτά, είναι λιγότερες και πάντα έρχονται ανάμεσα σε αποστολές που περιέχουν μάχες. Υπάρχει δηλαδή μια ευχάριστη ισορροπία μεταξύ της δράσης και της “ηρεμίας” που κυριαρχεί σε απλές παραδώσεις. Σίγουρα δεν μιλάμε για περίπτωση που διορθώνει εξ’ ολοκλήρου την κατάσταση για όσους δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν το πρώτο Death Stranding λόγω των ατελείωτων διαδρομών, αν όμως πρόκειται για παίκτες που βρήκαν τον κόσμο του ελκυστικό και κάποια στιγμή “το έχασαν” λόγω έλλειψης χρόνου, το sequel θα τους κρατήσει ζεστούς μέχρι το τέλος.

Ένα άλλο παράπονο που δημιούργησε το πρώτο παιχνίδι, ήταν η λειτουργία του fast travel. Όταν ο Sam εκμεταλλευόταν τη δυνατότητα της γρήγορης μεταφοράς από ένα σημείο σε ένα άλλο που είχε προηγουμένως επισκεφθεί, έχανε τον εξοπλισμό του. Στην προκειμένη περίπτωση έχει τη δυνατότητα να πάρει μαζί του ολόκληρο το private locker του, μια και μπορεί να ταξιδέψει με το DHV Magellan, το ιπτάμενο πλοίο της Drawbridge που μπορεί να διασχίσει μεγάλες αποστάσεις μέσα από την πίσσα που υπάρχει εξαιτίας του φαινομένου Death Stranding, ή να κινηθεί ανάμεσα στις δύο διαστάσεις, μέσα από τις παραλίες. Εξαιτίας σεναριακών επιλογών, το ταξίδι του DHV Magellan δεν είναι διαθέσιμο ακατάπαυστα, κάτι που σημαίνει πως οι επαναλήψεις ορισμένων διαδρομών είναι αναπόφευκτες. Οι επαναλήψεις τους όμως είναι περιορισμένες σε έναν σχετικά ικανοποιητικό βαθμό και καταλήγουν εριστικές το πολύ σε δύο ή τρεις περιπτώσεις. Στην ουσία, το να υπάρχει η ανάγκη να επαναλάβουμε κάποιες από τις διαδρομές που ήδη έχουμε κάνει, είναι φυσιολογική αν αναλογιστεί κανείς τη φύση του franchise. Είναι κάτι το αναμενόμενο και με βάση τα δεδομένα του πρώτου παιχνιδιού, μπορούμε να πούμε πως έχουμε να κάνουμε με ένα… αναγκαίο κακό.

Στο σύνολό του, το gameplay του Death Stranding 2: On the Beach φέρει σημαντικές αναβαθμίσεις που, σε συνδυασμό με ένα (ελάχιστα) πιο “φιλικό” UI στα μενού - που και πάλι φέρουν και επεξήγηση για τα πάντα, ακόμα και για την κάθε ορολογία που χρησιμοποιείται στην πορεία - έχουν στόχο να διευρύνουν τη φόρμουλα του original και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων το επιτυγχάνουν. Το sequel δίνει έμφαση στη δράση και στις μάχες και προσφέρει τα απαραίτητα εργαλεία για να τις κάνει εντυπωσιακές και να τις εφαρμόσει στο γενικότερο κινηματογραφικό ύφος της σειράς. Εκτός αυτών, υπάρχουν και μερικοί πειραματισμοί εδώ κι εκεί, κυρίως στο δεύτερο μισό της ιστορίας, που όμως κλείνουν περισσότερο προς το gimmick, παρά σε κάτι που προσδίδει κάτι ουσιαστικό για τον τίτλο και τη συνολική εμπειρία του. Για παράδειγμα, υπάρχει μάχη που εξελίσσεται σε 2D και θυμίζει Street Fighter, franchise για το οποίο ο Kojima έχει ούτως ή άλλως έχει εκφράσει μια κάποια συμπάθεια, οπότε ναι μεν δεν μιλάμε για κάτι παράλογο, αλλά από την άλλη, δεν κάνει καμία διαφορά. Αν μη τι άλλο, κλείνει περισσότερο προς το να χαλάσει τον ρυθμό της στιγμής στην οποία εμφανίζεται. Όσο για το μειονέκτημα του original ως προς τον κενό κόσμο με έλλειψη για ποικιλία δραστηριοτήτων παραμένει, αν και σε μικρότερο βαθμό, χάρη σε αυτές. Είναι δηλαδή αρκετές και ικανές να καλύψουν κομμάτι του εν λόγω κενού, αν και σε γενικές γραμμές αυτό υφίσταται, παρόλο που δεν ενοχλεί στον ίδιο βαθμό με τον προκάτοχο.
“Absolute cinema”
Όπως είπαμε και στην αρχή και όπως είναι ούτως ή άλλως γνωστό, ο Kojima είναι μέγας σινεφίλ. Έχει ουκ ολίγες φορές δηλώσει την επιθυμία του να ενώσει τους κόσμους του gaming και του κινηματογράφου κι αυτό έχει αποδειχτεί ήδη και στην πράξη. Οπότε το γεγονός ότι το Death Stranding 2: On the Beach συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο, ουδεμία έκπληξη προκαλεί. Μετά την επανένωση της Αμερικής, ο Sam αναλαμβάνει να ενώσει το Μεξικό και στη συνέχεια την Αυστραλία. Στην προσπάθειά του αυτή θα έχει στο πλευρό του μια ομάδα από γνώριμους και μη χαρακτήρες: Τη Fragile (Léa Seydoux), τον Tarman (Marty Rhone), τον Heartman (Darren Jacobs) και τους νέους Dollman (Jonathan Roumie), President (Alastair Duncan), Rainy (Shioli Kutsuna) και Tomorrow (Elle Fanning). Στην πορεία θα συναντήσουμε ξανά τον Higgs (Troy Baker), αλλά και τους Lucy (Alissa Jung), Neil (Luca Marinelli) και Doctor (Debra Wilson). Βασικός κακός του παιχνιδιού είναι φυσικά ο Higgs, που αυτήν τη φορά επιστρατεύει μια στρατιά από ghost mechs για να εμποδίσουν τα σχέδια του Sam και της παρέας του να επανενώσουν μια ακόμα ήπειρο στο Chiral Network.

Η ιστορία του sequel εμβαθύνει ακόμα περισσότερο στη μυθολογία του νέου κόσμου – αυτού υπό την επιρροή του φαινομένου Death Stranding, με μια πληθώρα ηθοποιών να παρελαύνουν μέσα από άφθονα cutscenes και να εμφανίζονται ως κάτοικοι των βάσεων στις οποίες εκτελεί παραδώσεις ο Sam. Οι ερμηνείες είναι για ακόμα μια φορά εξαιρετικές, με ιδιαίτερη μνεία να αξίζει δικαιωματικά στους Marinelli, Baker και Seydoux. Ειδικά οι δύο πρώτοι φέρουν καταπληκτική εκφραστικότητα και αποδίδουν τους ρόλους τους με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία. Το υπόλοιπο καστ συνεισφέρει επίσης τα μέγιστα και σηκώνει στις πλάτες του (πρακτικά) μια ολόκληρη ταινία, μια και τα cutscenes αγγίζουν σχεδόν δύο ώρες (από τις 30 – 35 της βασικής ιστορίας). Η δε ιστορία επιφυλάσσει περισσότερες εκπλήξεις, μα και συγκινήσεις, απ’ ότι το πρώτο game της σειράς, ούσα προσεκτικά γραμμένη από την αρχή μέχρι και το τέλος. Εκμεταλλεύεται πλήρως τις καινούργιες περιοχές για να προσδώσει αρκετό υπόβαθρο σε όλα όσα βλέπει ο Sam στην πορεία του μέσα από το Μεξικό και την Αυστραλία και προσθέτει ένα έξυπνο twist με έναν επιπλέον φανταστικό κόσμο, στον οποίο θα βιώσει μια διαφορετική πραγματικότητα, σχεδόν σαν ένα αλλόκοτο όνειρο, όπου θα επιδοθεί σε μερικές από τις καλύτερες μάχες του franchise. Το δε φινάλε του παιχνιδιού, ή καλύτερα οι τελευταίες τρεις ώρες του, είναι άκρως συναισθηματικά φορτισμένες και επιβραβεύουν τον “κόπο” του ταξιδιού με το παραπάνω.

Το Death Stranding 2: On the Beach έρχεται με έναν απίστευτα όμορφο και λεπτομερή κόσμο, με πανέμορφα περιβάλλοντα και εντυπωσιακά εφέ καιρικών φαινομένων που ζωντανεύουν την Οδύσσεια του Sam, καθώς πλοηγείται στις ερημιές του Μεξικού και της Αυστραλίας. Το οπτικό κομμάτι του τίτλου είναι μια οπτική πανδαισία δίχως τέλος, τόσο στο σύνολο του κόσμου του, όσο και σε όλα (μα όλα) τα cutscenes του. Παίζοντας πανέξυπνα με μουντές χρωματικές παλέτες που εναλλάσσονται με εντονότερα και πιο φωτεινά χρώματα, και με τον τεχνικό τομέα να είναι για ακόμα μια φορά σε υποδειγματικά επίπεδα (ούτε bugs, ούτε frame drops), το νέο δημιούργημα του Kojima, σε αυτόν τον τομέα τουλάχιστον, αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση. Το παιχνίδι τρέχει άψογα σε base PlayStation 5 σε performance mode, δίχως να χάνει σημαντικό ποσοστό από τη μαγεία του, διατηρώντας σταθερό framerate στα 60fps, ενώ στο quality mode αγγίζει το ομορφότερο αποτέλεσμα που έχουμε δει σε παραγωγή της τρέχουσας γενιάς, τρέχοντας με 30fps. Στο PlayStation 5 Pro η εμπειρία είναι αισθητά ανώτερη, αν αναλογιστεί κανείς την υπεροχή του νεότερου hardware. Αμφότερα τα δύο συστήματα αποδίδουν άψογα τη δουλειά της Kojima Productions, φέροντας στιγμές στις οποίες το draw distance με το ανύπαρκτο pop-in να κλέβει δευτερόλεπτα (ή και λεπτά) παρατήρησης και δέους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι όταν ο Sam περπατά κοντά σε ένα βραχώδες βουνό, με ένα δεύτερο να ξεπροβάλλει από πίσω του. Η εμφάνιση του πίσω βουνού γίνεται με τόσο φυσικό τρόπο, που θυμίζει μια πραγματική πεζοπορία σε κάποια βουνοπλαγιά.
“Μουσική στα αυτιά μου”
Πέρα από το κομμάτι των ηθοποιών, στο οποίο ο Kojima προχώρησε σε επιλογές προσώπων που εκτιμά και που εντέλει τον δικαίωσαν, το ίδιο ισχύει και στον τομέα του soundtrack του νέου του τίτλου. Το soundtrack του Death Stranding 2: On the Beach συνεχίζει την παράδοση του πρώτου και περιέχει κομμάτια από αναγνωρισμένους καλλιτέχνες εκτός mainstream σκηνής που εφαρμόζονται αβίαστα στον κόσμο και την ατμόσφαιρα του παιχνιδιού. Η πλειοψηφία του soundtrack αποτελεί έργο του Γάλλου Woodkid (Yoann Lemoine), με βασικό κομμάτι το πρώτο single του companion album Woodkid for Death Stranding 2: On the Beach που κυκλοφόρησε στις 13 Ιουνίου, To the Wilder. Ο συγκεκριμένος δίσκος ορίζει κατά βάση τον τόνο της μουσικής που ακούγεται κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, αν και υπάρχουν πολλοί ακόμα αξιοσημείωτοι καλλιτέχνες που προσθέτουν και αυτοί το λιθαράκι τους στο soundtrack. Όπως φυσικά είναι οι Low Roar, που ακούσαμε και στον πρώτο τίτλο. Οι Low Roar δεν υπάρχουν πια, καθώς πέθανε ο τραγουδιστής και ιδρυτής τους, Ryan Karazija, οπότε και η συμπερίληψή τους στο sequel αποτείνει έναν φόρο τιμής στον Αμερικανό. Ακούμε επίσης τους Caroline Polachek, Silent Poets και Magnolian, με το σύνολο να παρουσιάζεται πιο μελαγχολικό απ’ ότι στον πρώτο τίτλο, ο οποίος περιείχε και ορισμένες pop μελωδίες.

Τα κομμάτια παίζουν σε συγκεκριμένα σημεία του παιχνιδιού και στη συνέχεια γίνονται διαθέσιμα στον Sam, για προσθήκη σε playlist που μπορεί να παίζει ανά πάσα στιγμή στις διαδρομές του, εφόσον βέβαια βρίσκεται εντός Chiral Network. Είτε μιλάμε για μουσικά κομμάτια, είτε για τους φυσικούς ήχους και θορύβους που ακούγονται στις στιγμές που επικρατεί σιωπή ή εξελίσσεται μια μάχη, το ηχητικό κομμάτι του sequel είναι επίσης υποδειγματικά δουλεμένο και χρήζει καλών ακουστικών για τη μέγιστη απόλαυση που μπορεί να προσφέρει.
Ένα πιο ξεκάθαρο όραμα
Μια δεκαετία μετά λοιπόν από τον χωρισμό Kojima – Konami, το δεύτερο παιχνίδι του ανεξάρτητου πια Ιάπωνα δημιουργού είναι πραγματικότητα. Το Death Stranding 2: On the Beach είναι καλύτερο από τον προκάτοχό του σχεδόν σε όλους τους τομείς, δίνοντας μεγάλη βαρύτητα στις μάχες, διατηρώντας τη δυνατότητα του stealth σε πολύ καλά επίπεδα. Η ιστορία του δικαιολογεί το sequel με το παραπάνω και εξισορροπεί το κινηματογραφικό ύφος με το gameplay, ελαχιστοποιώντας τις μακροσκελείς και μονότονες διαδρομές, δίχως βέβαια να τις εκμηδενίζει. Σε καμία περίπτωση δεν είναι τέλειο, όμως αυτό δεν αποτελεί κατασταλτικό παράγοντα. Πρόκειται για μια μοναδική εμπειρία που σπάνια έχουμε τη χαρά να βιώσουμε, κι αυτό λέει πολλά από μόνο του.
Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity