Όταν ανακοινώθηκε το Dying Light: The Beast, μάθαμε ότι αρχικά επρόκειτο για DLC του Dying Light 2: Stay Human. Όμως, καθώς η Techland προχωρούσε με την ανάπτυξη του οράματός της, το εύρος του project επεκτάθηκε και τελικά μετατράπηκε σε αυτόνομη, ολοκληρωμένη κυκλοφορία. Μια μετάβαση γεμάτη ευκαιρίες αλλά και προκλήσεις. Από τη μία πατάει στα πλεονεκτήματα της σειράς και βελτιώνει τη φόρμουλα, από την άλλη, σκοντάφτει σε στοιχεία που δεν θα έπρεπε, όπως ο τεχνικός τομέας και η αφήγηση.

Στο επίκεντρο του The Beast βρίσκεται η πολυαναμενόμενη επιστροφή του Kyle Crane, του πρωταγωνιστή του πρώτου Dying Light. Θεωρούμενος νεκρός, ο Crane επανεμφανίζεται με ουλές, μεταλλαγμένος και στα πρόθυρα να χάσει την ανθρώπινη υπόστασή του. Αυτή η υπόθεση –ενός ήρωα που έχει καταστραφεί από τη μόλυνση που κάποτε πολεμούσε– έχει σημαντικό αφηγηματικό δυναμικό. Ωστόσο, η υλοποίηση δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων. Δυστυχώς, το σενάριο είναι μάλλον το πιο «αδύναμο» που έχουμε συναντήσει ως τώρα σε Dying Light video game, με προβλέψιμες εξελίξεις και τόνο που ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στην απόλυτη σοβαρότητα και το υπερβολικό μελόδραμα. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, ενώ θα μπορούσαν να σώσουν, ως ένα βαθμό, την κατάσταση, δυστυχώς είναι μονοδιάστατοι, βασισμένοι σε στερεότυπα, όπως ο ανυπότακτος επαναστάτης, ο τρελός επιστήμονας και ο καταθλιπτικός σύμμαχος.

Αναλαμπή ίσως αποτελεί η προσπάθεια της Techland να αναδείξει την εσωτερική μάχη του Crane με την τερατώδη πλευρά του. Η ατμόσφαιρα τείνει σε σημεία να χαρακτηριστεί ως σκοτεινή, κινηματογραφική, όμως η ομάδα ανάπτυξης δεν εμβαθύνει όσο πρέπει σε αυτή την ενδιαφέρουσα ψυχολογική οπτική. Αντιθέτως η αφήγηση εγκλωβίζεται σε μια τετριμμένη ιστορία εκδίκησης και χάνεται η ευκαιρία να διερευνηθεί σε βάθος η ταυτότητα του πρωταγωνιστή. Μπορεί το σενάριο να έχει τις τρανταχτές αδυναμίες του, ευτυχώς όμως, το Dying Light: The Beast μπορεί να υπερηφανεύεται για τον σχεδιασμό του κόσμου και τον ρυθμό του. Το σκηνικό, το Castor Woods, αντικαθιστά τα εκτεταμένα αστικά περιβάλλοντα του Villedor και του Harran με ένα πιο συμπαγές, κάθετο τοπίο - ορεινό έδαφος διάσπαρτο με ερειπωμένα χωριά, πυκνά δάση και απομεινάρια αρχιτεκτονικής παλαιότερων εποχών. Με τον τρόπο αυτό, έχει επιτευχθεί μια ιδανική ισορροπία μεταξύ ρεαλιστικού και οικείου περιβάλλοντος.

Μάλιστα, ο τρόπος με τον οποίο έχει σχεδιαστεί το περιβάλλον επιτρέπει έναν πιο σταθερό ρυθμό σε όλο το παιχνίδι. Παραδοσιακά στοιχεία ανοιχτού κόσμου, όπως αποστολές συλλογής αντικειμένων και αναζήτηση πόρων, παραμένουν, αλλά σε μικρότερο βαθμό από ό,τι στο Dying Light 2. Δεν διέφυγε της προσοχής μας το ότι, αν και τα side missions μπορεί να δώσουν την αίσθηση της επανάληψης, ο συνολικός ρυθμός είναι πιο ελεγχόμενος, με κάθε δραστηριότητα να λαμβάνει χώρα κοντά σε κάτι καινούργιο και συναρπαστικό. Μια αξιοσημείωτη σχεδιαστική επιλογή είναι η σχεδόν πλήρης εξάλειψη του fast travel. Αντ' αυτού, οι παίκτες πρέπει να μετακινούνται χρησιμοποιώντας οχήματα με περιορισμένο καύσιμο ή να βασίζονται στη δική τους αντοχή και τις δεξιότητές τους στο parkour. Αυτή η, ας μας επιτραπεί η λέξη, ταλαιπωρία, ενισχύει το «δέσιμο» των παικτών με τον κόσμο καθώς τους αναγκάζει να το διανύσουν και όχι να τον παρακάμψουν. Η πρόοδος κερδίζεται μέσω της προσπάθειας και αυτό είναι κάτι που χαρακτηρίζει όλα τα Dying Light.

To gameplay, ευτυχώς, είναι από τους τομείς που ξεχωρίζουν. Κάθε κίνηση έχει τη δική της ιδιαιτερότητα. Τα άλματα, οι αναρριχήσεις, η χρήση του γάντζου, εκμεταλλεύονται και αντανακλούν το βάρος και την ορμή του Crane. To parkour είναι «συναρπαστικό», η όλη διαδρομή θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί ως ένας «χορός της απελπισίας», όπου η ευκινησία και ο κίνδυνος βρίσκονται σε συνεχή ισορροπία. Ιδιαίτερη χροιά έχουν και οι παντός είδους συγκρούσεις με εχθρικές υπάρξεις. Οι μάχες σώμα με σώμα που βασίζονται στο ένστικτο κυριαρχούν και το Dying Light: The Beast. Κάθε όπλο είναι μοναδικό και προσφέρει ικανοποιητικά, βίαια αποτελέσματα στο σώμα και το κεφάλι οποιουδήποτε όντος θελήσει να σταθεί εμπόδιο στο διάβα σας. Το σύστημα ζημιάς, οι αιματοχυσίες, έχουν μελετηθεί πολύ καλά, σε βαθμό που γίνεται αισθητό κάθε σπασμένο κόκκαλο, κάθε όργανο που αποκόπτεται από το σώμα. Η φρίκη και ο ρεαλισμός στήνουν πάρτι σε κάθε δυνατή περίσταση.

Ένα από τα δυνατά στοιχεία του gameplay είναι η μερική μετάλλαξη του Crane, η μεταμόρφωσή του σε «Beast», μετατρέποντάς έτσι την «ασθένεια» που κουβαλάει σε απίστευτη δύναμη. Αρχικά ενεργοποιείται αυτόματα, αλλά τελικά οι παίκτες αποκτούν τον έλεγχο αυτής της μορφής, επιτρέποντας καταστροφικές επιθέσεις. Όταν χρησιμοποιείται αποτελεσματικά, αυτός ο μηχανισμός είναι εξαιρετικός, αν και όσο προχωράει η ιστορία, μπορεί να δοθεί η αίσθηση ότι στρατηγικού βάθους και περιορίζεται σε ένα, απλά εντυπωσιακό θέαμα. Χρήσιμο βεβαίως σε boss fights. Η χρήση των όπλων επιστρέφει, αλλά δεν αποτελούν τη πρώτη επιλογή. Κυρίως λόγω της σπανιότητας των πυρομαχικών και του όχι και τόσο καλά υλοποιημένου συστήματος σκόπευσης. Η δυναμική εναλλαγή ανάμεσα σε ημέρα και νύχτα χαρακτηρίζει ένα ακόμα Dying Light. Καθώς πέφτει η νύχτα, το περιβάλλον μεταμορφώνεται. Εμφανίζονται αρπακτικά πλάσματα, η ορατότητα μειώνεται δραματικά και η επιβίωση γίνεται μια ξέφρενη πρόκληση. Η επιστροφή των τρομακτικών Volatiles και των μεταλλαγμένων Chimera προσθέτει πόντους στην όλη ατμόσφαιρα. Όμως σπάνια οι παίκτες αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους του σκότους, επιτρέποντας στην ασφάλεια της ημέρας να κυριαρχήσει και να αμβλύνει κάπως την χαρακτηριστική ένταση της σειράς. Παρ' όλα αυτά, όταν πέφτει το σκοτάδι και η αγωνία κορυφώνεται, το The Beast ανακτά με επιτυχία τον αρχέγονο φόβο που χαρακτηρίζει τη σειρά.

Από τεχνική άποψη, το The Beast εντυπωσιάζει με βελτιωμένο φωτισμό, υφές και μοντέλα χαρακτήρων σε σχέση με τον προκάτοχό του. Το περιβάλλον, είναι γεμάτο με λεπτομέρειες που αναδεικνύουν την «επικίνδυνη» ατμόσφαιρα. Το φως του ήλιου που φιλτράρεται μέσα από τα δέντρα, η ομίχλη που τυλίγει τα ερείπια και το αίμα που λαμπυρίζει. Η κινηματογραφική αποτύπωση του τρόμου είναι διάχυτη και σε αυτό συντελεί η χρωματική διαβάθμιση. Όμως ο τεχνικός τομέας δεν είναι αψεγάδιαστος. Με αρκετά ζητήματα όσον αφορά του lip syncing, bugs που διέκοπταν τις αποστολές αλλά και πτώσης της απόδοσης στο Quality Mode του PS5. Ναι μεν δεν είναι προβλήματα που κάνουν τον τίτλο unplayable, αλλά μπορεί να «διακόψουν» την ομαλή εμπειρία στο καλύτερο σημείο.
Συνοψίζοντας, το Dying Light: The Beast θα σας ταξιδέψει σε έναν κόσμο που προσπαθεί να δείχνει οικείος, ανταμείβει την εξερεύνηση και «ντύνεται» με μια ατμόσφαιρα που ενισχύουν οι δυναμικές εναλλαγές ημέρας και νύχτας. Ναι μεν το σενάριο θα μπορούσε να έχει επεκταθεί και σε άλλες, πιο ενδιαφέρουσες «οδούς», όμως το gameplay, η αγωνία να φτάσει ο Crane με ασφάλεια στον εκάστοτε στόχο αλλά και η μεταμόρφωσή του, συντελούν στην εικόνα μιας παραγωγής στην οποία αξίζει να αφιερώσετε αρκετές ώρες, πάντα καλύτερα σε σκοτεινό περιβάλλον, με τα ακουστικά να καλύπτουν τα αυτιά σας.




Για την καλύτερη εμπειρία σου θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να το απενεργοποιήσεις κατά την πλοήγησή σου στο site μας ή να προσθέσεις το enternity.gr στις εξαιρέσεις του Ad Blocker.
Με εκτίμηση, Η ομάδα του Enternity